ΛΕΣΒΟΣ: «Αντάρτικο για την απελευθέρωση 17 Μικρασιατών μετά το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου…»


Στα πλαίσια της συμπληρώσεως 100 ετών από τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής ο Σύλλογος Μικρασιατών Σκάλας Λουτρών "Το Δελφίνι" θα δώσει στην δημοσιότητα μια σειρά άρθρων σχετικών με ντοκουμέντα και ιστορίες Μικρασιατών προσφύγων τα οποία θα αποστέλλονται σε όλο τον Λεσβιακό τύπο. 

 

Ιστορίες Μικρασιατών προσφύγων-2

«Αντάρτικο για την απελευθέρωση 17 Μικρασιατών μετά το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου»

 

Επιστολή Λευτέρη Θωμαίδη - (Σαλιάρη)

 

… Πολλοί πηγαίνουν στην Τουρκία. Εγώ δεν ταίριασε να πάω. Μάλλον ο πατέρας μου δεν ήθελε, διότι αυτά που είδε τις τελευταίες μέρες ήταν πολύ δυσάρεστα. Μετά ήταν και το επεισόδιο που έκανε μικρός με τον Διοικητή του χωριού τον τούρκο (Μουντούρι) και έφυγε στα βουνά.

Ήταν γνωστός πια διότι τον είδαν που τον χαστούκισε στη πλατεία του χωριού.

Οι χωριανοί μας μαζί με τον καλόγερο, άνοιξαν δρόμο κι έφυγε. Θα σας διηγηθώ κάτι που δεν γνωρίζετε, και που τόσες φορές μας το έλεγε και δάκρυζε ο πατέρας μου.

Στην τελευταία ανταρτική ομάδα που πήγε στο χωριό συμμετείχε και ο πατέρας μου, ίσως ήταν εκείνος αφορμή να πάνε. Όταν επέστρεφε από το Αδραμύτι με άλλους στρατιώτες, βγήκαν στη Μυτιλήνη μόνο 22 άτομα, από 300 που ήταν. Τους αποδεκάτισαν οι Τσέτες. Και οι 22 παρέδωσαν το οπλισμό τους, στο Φρουραρχείο Μυτιλήνης. Μετά έπιασε και ρωτούσε για πατριώτες.

Την ίδια μέρα, βρίσκει στο Κέντρο, (χωριό της Μυτιλήνης), τον θείο Νικολή τον Ψαραδάκο και τον θείο Γιάννη Καριώτη, ρώτησε για τις αδελφές του, δεν υπήρχε καμία και επειδή του είπαν ότι έμειναν ορισμένοι στα βουνά κρυμμένοι, ξεσηκώθηκε να πάει στο χωριό.

Ξεσηκώθηκαν και οι θείοι του, μάλιστα, το συζητούσαν από μέρες οι τελευταίοι, να πάνε στο χωριό ξανά, διότι όπως έλεγε ο θείος Γιάννης Καριώτης, μια Μαργετούλα Τσιριγώτη είχε κρυμμένα πολλά ασημικά. Μια που θα πήγαιναν, ας τα έπαιρναν, να μην τα βρουν οι Τούρκοι…

Ξαναπήρε τον οπλισμό του από το Φρουραρχείο, μετά από φασαρία που έκανε και μάλιστα πήρε όπλα και σφαίρες και για τους άλλους. Ήταν ο Τσαγανός, ο Χατζηπαντελής και οι θείοι του Νικολής και Γιάννης.

Βγήκαν στο Λιθρί και από κει πήγαν στο Γκιουλμπαξέ. Δεν μπόρεσαν όμως να μπούνε στο χωριό, διότι ήταν γεμάτο Τουρκικό στρατό. Έπιναν και γλεντούσαν, είχαν αναμμένες φωτιές και έψηναν το βιό μας.

Τα βρήκαν όλα έτοιμα, κατσίκια, γενικά ζωντανά, κρασιά κλπ. Πήγαν οι δικοί μας έξω από το χωριό να ξεκουραστούν σε μια τσαρδάκα και βρήκαν κρεμασμένο, ένα πατριώτη μας, πολύ καλό άνθρωπο, λησμονώ το όνομα του.

Την ημέρα είδαν στη θάλασσα και έπλεαν σαν βαρέλια, οι σκοτωμένοι και οι πνιγμένοι, όσοι έπεσαν στη θάλασσα συμπατριώτες μας στο Καραμπουνάρι για να σωθούν από τις σφαίρες των Τούρκων. Τους έφερναν του βοριά τα κύματα. Αναγκάστηκαν λοιπόν να φύγουν. Σούρουπο ξεκίνησαν, γιατί μόνο νύχτα περπατούσαν.

Όπως βάδιζαν πετάχτηκε κάποιος μπροστά τους.

Τον κυνήγησε ο πατέρας μου. Ήταν πολύ γερός στο πόδι. Τον πέρασαν για Τούρκο και όταν σήκωσε το μαχαίρι ο γέρος, αυτός φώναξε –δεν σας έκανα κακό. Τότε εξήγησε και εμείς Έλληνες είμαστε. Μόνος σου είσαι? 

Όχι ακόμη 17 άτομα. Τους πήραν και έφθασαν στο πλοίο που τους περίμενε. Το σημείο που δάκρυζε ο γέρος μας, όταν μας το διηγιόταν, ήταν όταν το αγοράκι 6 ετών που είχε στον ώμο του έπεσε, μαζί με το πατέρα μου, σε μια απότομη κατηφοριά και βρέθηκαν αλλού το παιδί, αλλού ο γέρος και το ντουφέκι του.

Σηκώθηκαν και συνέχισαν. Μετά από λίγη ώρα ο πατέρας μου έγινε μούσκεμα. Κοιτάζει, αίμα, αίμα έτρεχε από το κεφαλάκι του παιδιού και ούτε που έκλαψε, ούτε είπε τίποτα, φοβούμενο μη το παρατήσουν και φύγουν. Ευτυχώς για το παιδί, που ο θείος Νικολής ήξερε από τέτοια και με καπνό, του έδεσαν το κεφάλι και σταμάτησε η αιμορραγία και γλίτωσε. Έχω ακούσει τόσα για το Γκιουλμπαξέ, που πρέπει να ήταν γη της επαγγελίας και ο γέρος έφυγε από τη ζωή με μεγάλο πόνο και μοναδικό για τη χαμένη πατρίδα.

 

ΦΩΤΟ: Η φωτογραφία αυτή είναι η μοναδική που σώζεται από εκείνη την εποχή, χάρη στο μακαρίτη καλό συμπατριώτη μας και πολεμιστή Παντελή Σαλιάρη ή Θωμαίδη. Αυτή βγήκε στη Νικομήδεια Μ. Ασίας και τον δείχνει που πιάνει το πολυβόλο. Οι δύο φαντάροι που τον κρατάν από τους ώμους είναι Γκιουλμπαξιώτες, τους έχασε και τους δύο στο Σαγγάριο όπου σκοτώθηκαν. Ο ίδιος τραυματίστηκε στα πόδια και σύντομα έγινε καλά. Οι άλλοι δύο ήταν από το Γιατζηλάρι.