Ο αμύθητος γαστρονομικός πλούτος της Λέσβου


Η παρουσίαση του περιοδικού "Vintage and Taste Lesvos", αφιερωμένου στη γαστρονομία του νησιού, μας έφερε ταπεινούς προσκυνητές στην Ερεσό.

Πρώτη γνωριμία με τον τόπο, μια αληθινή, ανεξίτηλη μυσταγωγία.

Σκηνή πρώτη. Γυναίκες καθισμένες γύρω από ένα γυμνό ντιβάνι πλάθουν με τα χέρια τους τον τραχανά για να φτιάξουν μικρά βαρκάκια, τις χάχλες. Τις ακουμπάνε στο σομιέ να στεγνώσουν, τα χέρια στον αυτόματο, οι κουβέντες και τα τραγούδια το ίδιο. Κάπου αλλού ένα καζάνι πρόβειο γάλα βράζει για ώρες μαζί με ζάχαρη, μέχρι να γίνει καραμέλα.


Σκηνή δεύτερη. Στο τραπέζι μας προσγειώνονται λακέρδα και παπαλίνες, οι μικρές σαρδέλες Καλλονής που κάθε ταβερνιάρης του νησιού παστώνει μόνος του για ελάχιστες ώρες στο αλάτι. Σχεδόν μπορώ να μυρίσω, όμως, την τσίκνα από τα σουβλάκια και τους αχνούς από το κισκέκ, ένα τελετουργικό φαγητό από ζωμό κρέατος και σιτάρι που μοιράζουν στα πανηγύρια, και φαντάζομαι τους αλογάδες που παρελαύνουν με τα άλογά τους σελωμένα, στολισμένα σαν να γίνεται γάμος. Το βράδυ στην παραλία της Σκάλας Ερεσού, κάτω από τις ξύλινες εξέδρες του μπαρ Parasol, χορεύουν οι μαινάδες τον απόκοσμο χορό των μυημένων στο φως ενός χαμηλού φεγγαριού, που από στιγμή σε στιγμή θα χυθεί στα σκοτεινά νερά.

Σκηνή τρίτη. Στην όχθη της ταβέρνας Λυγαριά Παράδεισος στη μέση του πουθενά κατεβάζουμε με μπόλικο ρακί (έτσι λένε οι Λέσβιοι το ούζο) τους ωραίους μεζέδες, ατάραχοι και ανύποπτοι, αφού δεν έχουν μνήμη τα φύκια και οι άνθρωποι δεν αντέχουν να θυμούνται· μόνο μερικές απρόθυμες κουβέντες ψελλίζει η ταβερνιάρισσα για τους πρόσφυγες που έφταναν κατά εκατοντάδες από απέναντι το ’15, και για εκείνη τη μέρα που μπορούσες να περπατήσεις, αν ήθελες, από τη μια χώρα στην άλλη, τόσες ήταν οι βάρκες στο νερό.


Σκηνή τέταρτη. Ένα πόνι Shetland μάς περιμένει στην είσοδο της φάρμας Καριοφύλλη στον Λεπέτυμνο. Από κοντά και ο Μένιος, το γέρικο ελάφι, που είναι κάτι σαν φρούραρχος και σοφός αρχηγός του κοπαδιού. Τα αγριοπρόβατα δεν καταδέχονται την παρέα μας, οι χήνες παρελαύνουν κρώζοντας. Παραδίπλα, η σπαρμένη έκταση με τις βιολογικές αρώνιες (Bio Aronia Lesvos), που καλλιεργεί ο Γιώργος Καριοφύλλης, ένας παθιασμένος 32χρονος που είχε όνειρο να φτιάξει τη δική του φάρμα με ζώα, παρότι δεν είχε καμία σχέση με τη γη - οι γονείς του δημόσιοι υπάλληλοι, ο ίδιος φοίτησε στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στη Ρόδο. Τυπικό δείγμα λεσβιακής επιμονής και αποφασιστικότητας; Ποιος ξέρει; Πάντως, ένα ωραίο παράδειγμα επιχειρηματικότητας, καπατσοσύνης, αφοσίωσης και γνήσιας τρέλας. 

Σκηνή πέμπτη. Σβήνουμε την ιουλιάτικη κάψα στη θάλασσα του Χρούσου, έναν ανεκμετάλλευτο παράδεισο. Μερικοί κατασκηνωτές μόνο και δυο καντίνες. Καυτοί από το τηγάνι φτάνουν οι γίδινοι κεφτέδες, σκέτοι, δίχως αρώματα, με μια δωρική κρεάτινη νοστιμιά. Παραδίπλα, ένα μπεκ ποτίζει την άμμο, για να μην την παρασέρνει ο αέρας, κι είναι σαν να ποτίζει τον σπόρο του εφικτού, γιατί όλα εδώ μοιάζουν δυνατά.

Σκόρπιες εικόνες από την πενθήμερη παραμονή μας στη Λέσβο στα τέλη Ιουλίου.

Συνειδητοποιήσαμε γρήγορα πως λίγα γνωρίζαμε γι’ αυτήν, πέρα από το ούζο και το λάδι της (στα βραβεία του «Γ» έχουν βραβευτεί δύο ντόπιοι ελαιοπαραγωγοί). Οι Λέσβιοι έχουν περιφρουρήσει την ταυτότητά τους σε τέτοιο βαθμό, που παραμένουν άγνωστη χώρα για τους πολλούς. Ιστορικά εξηγείται η εσωστρέφειά τους: υπήρχαν στο νησί βιομηχανίες και εμπόριο, υπήρχε πλούτος σημαντικός και καθόλου χρεία για τουριστική ανάπτυξη.