«Ο βράχος της Ερεσού που μύριζε λιβάνι»
Πίσω απ’ το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία, στην Ερεσό, πάνω απ’ το πρόσωπο της Σαπφούς, υπάρχει ένας βράχος, απ’ τον καιρό ανάγλυφος, που τον λένε “κοπέλα”.
Θερινό ηλιοστάσιο ήτανε, πεζοπορία εγκατάλειψης ήτανε, μισή ώρα πριν δύσει ο ήλιος.
Για κάποιο λόγο θυμήθηκα την πρώτη φορά, που πήρα να διαβάσω τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι και είχα έναν μικρό φόβο, μήπως μοιάζω του ήρωα.
Μπα. Καμία σχέση με τον πρίγκιπα Μίσκιν. Εγώ παλιάνθρωπος ήμουν, είμαι και πιθανόν έτσι θα πεθάνω. Έτσι κι αλλιώς, τελικά, δεν είναι αυτός ο βασικός ήρωας. Στην μέση είναι πάντα η Φιλίποβνα.
Ο ήλιος. Τον κοίταξα. Πολλά πολλά δεν θέλαμε και οι δύο, του είπα όμως, μάλλον από κακία, πως θα περιμένω να σβήσει.
Έκατσα… ερημιά, στρίψιμο τσιγάρου, ερημιά, γέλιο… πολύ γέλιο…
Τις είδα. Έξι ήτανε. Μόλις με είδανε, το γέλιο σίγασε. Όχι πως χάλασε η διάθεση, αλλά να, το ξάφνιασμα του αναπάντεχου. Δεν είμαι άδικος κι εγώ το ίδιο ένοιωσα. Παραχώρησα όμως το φυσικό μπαλκόνι σαν από δικαίωμα.
Η πλευρά ετούτη του νησιού έχει κάτι από Ιρλανδία, όχι ότι έχω πάει, από ότι έχω δει σε ταινίες. Πράσινο που καταλήγει σε γκρεμούς. Τα στηρίγματα του προφήτη, έφτιαχναν έναν τέλειο φωτογραφικό καμβά, που τα κορίτσια ακροβολίστηκαν μέσα του.
Ξάφνου, η μια έβγαλε ένα άγνωστο μουσικό, σε μένα, όργανο. Ξάφνου τα πάντα άλλαξαν διάσταση.
Ήχος κιθάρας απαλός, σαν αρχαίος ύμνος.
Μια κοπελιά έκατσε δίπλα της.
Άλλαζε σε μπαλάντα, ο ουρανός μώβιζε, η μάτια χάθηκε σ ένα ψαράδικο στο βάθος, το τσιγάρο σβηστό, έκανα να το ανάψω. Όχι, φοβήθηκα τον ήχο του αναπτήρα, τα κορίτσια άρχισαν να φτιάχνουν ζευγάρια.
Θα ορκιζόμουν πως ευωδίαζε λιβάνι.
Πιο πολύ ένοιωθα, τις ματιές και το καρδιοχτύπι. Σηκώθηκα. Δεν είχα καμία θέση σε τούτο το ηλιοβασίλεμα.
Την πλησίασα “thank you for the picture”.
Η μπαλάντα τελείωσε την ώρα που φορούσα τον σάκο μου. Γύρισα τελευταία φορά, ανταποδίδοντας το χαμόγελο, καθώς ανακοίνωνε πως το επόμενο τραγούδι είναι για τις γυναίκες της Λέσβου.
Δεν χαιρέτησα, πίσω μου ξεκίνησε το no woman no cry. Δεν χαιρέτησα.
Υπάρχει ένα σπασμένο παράθυρο πάντα, στα αριστερά της ματιάς. Ο αέρας που μπαίνει από κει μοιάζει με την μουρμούρα ποιητών αγαπημένων. Μόνο που κουβαλά ρινίσματα.
Το τσιγάρο ξανάναψε.
Δεν χαιρέτησα.
Τι γύρευα εγώ ανάμεσα σε τόσο έρωτα;
Πηγή www.nostimonimar.gr
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ