Eλαιόλαδο «Eirini»: Από το Πλωμάρι στην αγορά της Ιαπωνίας και της Ταϊβάν
Μια οικογένεια από τη Μυτιλήνη παράγει λάδι το οποίο πωλείται μεταξύ άλλων στην μακρινή Ιαπωνία και στην Ταϊβάν, ενώ έχει σαρώσει τα διεθνή βραβεία.
Ήταν το 1996 όταν δυο εκπαιδευτικοί από το Πλωμάρι της Μυτιλήνης, ο Νίκος και η Μύρτα Καλαμποκά, αποφάσισαν παράλληλα με την εργασία τους στο τοπικό σχολείο, να ασχοληθούν με τις ελιές και την παραγωγή ελαιολάδου.
Μέσα από δυσκολίες, αλλά με τρομερή προσπάθεια και μεράκι, κατάφεραν να φτιάξουν ένα από τα καλύτερα ελαιόλαδα σε παγκόσμιο επίπεδο. To “Eirini”, όπως το ονομάζουν, έχει φτάσει να πωλείται μεταξύ άλλων στην μακρινή Ιαπωνία και στην Ταϊβάν, ενώ έχει σαρώσει τα βραβεία, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Μέχρι σήμερα μετρά 38 βραβεία ποιότητας και γεύσης. Χαρακτηριστική είναι η διάκριση «Beyond Extra Virgin»που απέσπασε σε διεθνή διαγωνισμό ελαιόλαδου στη Καλιφόρνια, το 2015 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο διαγωνισμό New York International Olive Oil Competition στην κατηγορία των βιολογικών μονοποικηλιακών ελαιολάδων, ενώ το 2016 βρέθηκε στην κορυφή του 21ου Παγκόσμιου Διαγωνισμού Βιολογικών Ελαιολάδων που διεξήχθη στην Άντρια της Ιταλίας.
Όλη η δουλειά γίνεται από την ίδια την οικογένεια μέσα σε ένα βιομηχανικό κτήριο. Όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μύρτα Καλαμποκά, «μόλις τον περασμένο χρόνο αγοράσαμε ελαιοτριβείο για να είμαστε αυτάρκεις, αλλά και για να παράγουμε ένα ανώτερα ποιοτικά προϊόν». Όλα τα μηχανήματά τους είναι χειροκίνητα και η ετικέτα στο μπουκάλι μπαίνει με το χέρι. Η διαδικασία παραγωγής του ελαιολάδου γίνεται χωρίς την προσθήκη νερού. Σύμφωνα με την κ. Καλαμποκά «εάν βάλεις νερό, όπως κάνουν τα άλλα ελαιοτριβεία, χάνεις τις πολυφαιλόνες που είναι υδατοδιαλύτες, και ουσιαστικά παίρνεις λίπος. Εμείς θέλουμε να πάρουμε μόνο τις βιταμίνες και τα ευεργετικά στοιχεία του λαδιού».
«Ήθος, Γνώση και Παιδεία»
«Ήθος, γνώση και παιδεία. Αυτές είναι οι τρεις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να πάμε μπροστά. Μέσω της δουλειάς προχωράς», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Νίκος Καλαμποκάς και συνεχίζει «έχουμε περίπου 20.000 ελιές δικές μας και ενοικιασμένες. Κάποιοι που είναι στο εξωτερικό μάς εμπιστεύονται λόγω της διαφορετικότητας που βλέπουν στο πρόσωπό μας και μάς τα νοικιάζουν. Εμείς δεν θέλουμε επιδοτήσεις, αναλαμβάνουμε την καλλιέργεια των δένδρων τους και τούς δίνουμε και κάποια ποσότητα λαδιού κάθε χρόνο, κάνουμε δεν κάνουμε λάδι». Σύμφωνα με τον ίδιο, «κλειδί» της επιτυχίας είναι η καινοτομία και η ποιότητα.
Στόχος, όπως αναφέρει, είναι να παραμείνουν υψηλά τα ποιοτικά στάνταρ, τονίζοντας χαρακτηριστικά πως «εάν έχουμε λάδι θα το πουλήσουμε, εάν δεν έχουμε, δεν θα πάμε να αγοράσουμε για να μη χάσουμε τους πελάτες. Θα πουλήσουμε την καινούργια χρονιά που θα έχουμε πάλι λάδι». Με παράπονο λέει πως «κανείς δεν βοήθησε μια οικογένεια που καινοτομεί, μέσω της ποιότητας, της καλλιεργητικής δράσης και μέσω της επεξεργασίας που κάνει στο ελαιόλαδο», ενώ στέκεται στο γεγονός πως «παρακαλάνε» Έλληνες εργάτες να δουλέψουν στις ελιές μέσω αγγελιών, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ανταπόκριση. Όπως λέει ο κ. Καλαμποκάς, το όνομα του λαδιού μόνο τυχαίο δεν είναι.
«”Eirini” είναι το όνομα της πεθεράς μου. Θέλουμε να έχουμε όλη τη θετική ενέργεια των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν την περιουσία. Εάν ξεχνάς από πού ξεκινάς δεν έχεις μέλλον, είσαι καταδικασμένος». Στην Ελλάδα, το ελαιόλαδο “Eirini” υπάρχει σε 3 αεροδρόμια. Στην Αθήνα, τη Μυτιλήνη και τη Ρόδο, ενώ εξάγεται στην Ιαπωνία, στη Νότιο Κορέα, στην Ταϊβάν, σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες καθώς, επίσης, στην Γερμανία και την Ολλανδία. Από την πλευρά της η κ. Καλαμποκά υπογραμμίζει ότι παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν καθ’ όλη τη διαδρομή, δεν τις άφησαν να τους πτοήσουν.
«Αυτό που μπορούσαμε να κάνουμε είναι να πουλήσουμε τις ελιές ή να κάνουμε κάτι τελείως διαφορετικό από ό,τι γινόταν μέχρι τότε. Εμείς επιλέξαμε να στραφούμε στη βιολογική καλλιέργεια.
Δεν θέλαμε με τίποτα να πουλήσουμε τα δένδρα μας. Θέλαμε να μείνουμε εδώ και να αξιοποιήσουμε τα δένδρα που είχαμε πάρει από τους γονείς μας. Τα κτήματα έκαναν δώδεκα χρόνια να μάς δώσουν ελιές. Και τα 12 χρόνια καλλιεργούσαμε χωρίς να πάρουμε τίποτα και αυτό γιατί τα δένδρα έπρεπε να “πάρουν τα πάνω τους”».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, fortunegreece.com
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ