Η ακτινογραφία του σεισμού που γκρέμισε τη Βρίσα- ΤΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΙ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΩΝ

Μία νεκρή, δεκάδες τραυματίες, εκατοντάδες αστέγους και ένα χωριό (Βρίσα) σβησμένο από το χάρτη άφησε ο σεισμός της 12ης Ιουνίου στα νότια της Λέσβου.


Μέσα από τα χαλάσματα οι κάτοικοι της Βρίσας θα προσπαθήσουν να ξαναχτίσουν το γραφικό χωριό τους, το οποίο για αρκετό καιρό, μέχρι να εκτονωθεί η τεράστια σεισμική ενέργεια, θα είναι έρημη πολιτεία. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν παραμόρφωση του εδάφους και μικρή καθίζηση, πιθανά από τρία έως και έξι εκατοστά, ενώ οι ζημιές στο χωριό, επίσημα πλέον, καλύπτουν το 80% των κτισμάτων.

Αν και στην πόλη της Μυτιλήνης έχει πραγματοποιηθεί ειδική μελέτη που καταγράφει τις ιδιαιτερότητες των εδαφών της και πώς αντιδρούν στους σεισμούς, η έλλειψη τέτοιων μελετών στα χωριά του νησιού δημιουργεί προβλήματα κυρίως στις ανάγκες που υπάρχουν ανά περιοχές, όπου απαιτούνται πρόσθετα αντισεισμικά μέτρα. Μετά το σεισμό και τη μία νεκρή, ανοίγει και πάλι ο διάλογος κράτους και φορέων για την αυστηροποίηση των αντισεισμικών μέτρων σε τέτοιες περιοχές.

Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, που μελετά ομάδα καθηγητών του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, η μεγαλύτερη παραμόρφωση εδάφους στο νησί από το σεισμό παρατηρείται στην περιοχή γύρω από το χωριό Βρίσα, στο νότιο τμήμα της Λέσβου. Οι διαφορετικές παρατηρήσεις έγιναν από δορυφόρους, συγκρίνοντας στοιχεία τόσο από τις 31 Μαΐου έως τις 12 Ιουνίου όσο και από το διάστημα 6 με 12 Ιουνίου. Σύμφωνα με την πρώτη μέτρηση, η περιοχή παρουσιάζει ισχυρότερη παραμόρφωση, περίπου 6 cm, που είναι ενδεικτική της καθίζησης, ενώ η δεύτερη μέτρηση δείχνει μικρότερη παραμόρφωση, περίπου 3 cm. Με τα τελικά συμπεράσματα να αργούν ακόμα, οι καθηγητές έχουν ως σύμμαχο την τεχνολογία. Ηδη από την πρώτη μέρα κατέγραψαν μέσω drones τις ζημιές, έκαναν ψηφιακή αποτύπωση του χωριού και συγκέντρωσαν τα πρώτα κρίσιμα στοιχεία για την αξιολόγηση του φαινομένου.

Η κατάσταση

Σύμφωνα με την προκαταρκτική έκθεση των καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών (Π. Παπαδημητρίου, Γ.Α. Τσελεντής, Ν. Βούλγαρης, Β. Κουκούνα, Ε. Λάγιος, Ι. Κασάρας, Γ. Καβίρης, Κ. Παύλου, Β. Σακκάς, Α. Μουμουλίδου, Α. Καρακωνσταντής, Β. Καπετανίδης, Γ. Σακκάς, Δ. Καζαντζίδου, Τ. Ασπιώτης, Ι. Φουντουλάκης, Γ. Μίλλας, Ι. Σπίνγκος, Ε. Λέκκας, Β. Αντωνίου, Σ. Μαυρούλης, Ε. Σκουρτσός, Ε. Ανδρεαδάκης), ο φονικός σεισμός συνοδεύτηκε και από φαινόμενο μικρής παλίρροιας με υψηλή ροή, η οποία καταγράφηκε στο λιμάνι του Πλωμαρίου. Ζημιές υπέστη ολόκληρο το νησί (έχουν αναφερθεί σε τουλάχιστον 12 χωριά), ενώ παρατηρήθηκαν επιπτώσεις και στις τουρκικές ακτές. Διενεργήθηκαν μέχρις στιγμής, από την πρώτη ημέρα, συνολικά 1.128 αυτοψίες στο νησί. Κρίθηκαν κατοικήσιμα 491 κτίσματα και μη κατοικήσιμα 637. Από το σύνολο των αυτοψιών, 975 αφορούν σε κατοικίες, από τις οποίες 446 κρίθηκαν κατοικήσιμες και 529 μη κατοικήσιμες. Οι υπόλοιπες αφορούν σε επαγγελματικούς χώρους, ναούς και λοιπά κτίρια και αποθήκες.

Η μεγαλύτερη όμως ζημιά σημειώθηκε στο χωριό Βρίσα. Περίπου το 80% των κτιρίων, τα περισσότερα παραδοσιακά πέτρινα, κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Αρκετά κατέρρευσαν, ενώ πολλά υπέστησαν σοβαρές ζημιές (επικίνδυνες ή ανεπανόρθωτες). Μνημεία, όπως οι μεταβυζαντινές εκκλησίες, υπέστησαν σοβαρές στατικές επιπτώσεις. Ρωγμές σε τοίχους έχουν παρατηρηθεί και σε πολλά παλιά κτίρια στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας Μυτιλήνης, που βρίσκεται περίπου 35 χλμ. ΝΑ από το επίκεντρο. Μεταξύ αυτών είναι τα κτίρια του Πανεπιστημίου καθώς και το ιστορικό δημαρχείο της πόλης. Τα παλιά βιομηχανικά κτίρια σε αρκετά χωριά, μέχρι 35 χιλιόμετρα από το επίκεντρο, παρουσίασαν επίσης μερική κατάρρευση.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ
ΕΚΠΑ: «Δεν μαθαίνουμε από τα λάθη του παρελθόντος»

O διευθυντής του Εργαστηρίου Σεισμολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Παπαδημητρίου,εξηγεί: «Αυτό που έχει σημασία, όταν έχουμε τέτοιου είδους ισχυρά επαναλαμβανόμενα γεγονότα, είναι να εξετάσουμε αν έχουμε μάθει κάτι από αυτά, δηλαδή αν τα έχουμε κρατήσει στη μνήμη ώστε να έχουμε αξιοποιήσει τα λάθη μας, προκειμένου να μη μας ξανασυμβεί στο μέλλον. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, η περιοχή πράγματι έχει δώσει αρκετά μεγάλους σεισμούς και το ζήτημα είναι ότι αυτοί έχουν πλήξει την περιοχή. Αν ανατρέξουμε στο 1845, είχαμε έναν παρόμοιο σεισμό -γιατί λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων δεν ξέρουμε ακριβώς τα χαρακτηριστικά του- και το χωριό Βρίσα είχε υποστεί πρακτικά τις ίδιες ζημιές που έχει και σήμερα. Είχε πληγεί κατά παρόμοιο τρόπο και συμπτωματικά είχαμε και τότε μία νεκρή, όπως και τώρα. Το ζητούμενο είναι να δούμε τι φταίει. Δεν λάβαμε υπόψη ακριβώς το γεγονός ότι έγινε κάποιος ισχυρός σεισμός στο παρελθόν – ή το λάβαμε και τελικά έγινε κάτι διαφορετικό; Δηλαδή να έχει γίνει κάτι από άλλη σεισμική εστία. Γιατί τα βασικά προβλήματα, όταν γίνεται ένας σεισμός, είναι να εξετάσουμε από ποια εστία προήλθε, ποιο είναι το ρήγμα το οποίο ενεργοποιήθηκε και προκάλεσε τις αντίστοιχες βλάβες».

Εκατό χρόνια μετά, με τα σύγχρονα δεδομένα να προσφέρουν φθηνή και εύκολη γνώση, οι σεισμολόγοι τονίζουν ότι το ενδιαφέρον των πολιτών δεν πρέπει να είναι στην πρόβλεψη του σεισμού αλλά στην αντισεισμική προστασία. «Δεν φταίει ο σεισμός, θα τους έχουμε πάντα, μια και ζούμε στην Ελλάδα. Το θέμα είναι να προστατευτούμε καλυτέρα. Αυτό είναι το ένα στοιχείο. Αλλά πολύ γρήγορα το ξεχνάμε. Εμείς μπορούμε να κάνουμε πρόβλεψη στη σεισμική κίνηση, γνωρίζοντας τα χαρακτηριστικά των ρηγμάτων. Ετσι μπορούμε να προβλέψουμε αν θα αντέξει ένα κτίριο ή όχι, που είναι και το προκείμενο. Εκεί μπορεί η σεισμολογική κοινότητα να βοηθήσει πραγματικά. Μπορούμε σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο να προβλέψουμε τι θα γίνει όταν θα συμβεί σεισμός. Αυτή η γνώση για ένα μηχανικό είναι σπουδαίο εργαλείο, ώστε να φτιάξει ένα κτίριο που να αντέχει. Και αυτό μπορούμε να το κάνουμε αν αποκτήσουμε την αντίστοιχη συνείδηση».

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ ΑΠΘ: «Στην Ελλάδα πόσο σοβαρά αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα;»

Στην ίδια γραμμή και ο καθηγητής Γεωλογίας στο ΑΠΘ Σπύρος Παυλίδης:«Σήμερα, κοινή επιστημονική πεποίθηση αποτελεί ότι μια σωστή αντισεισμική πολιτική δεν πρέπει να στηρίζεται στην πρόβλεψη. Οσο και αν η κοινή γνώμη ωθεί προς αυτή την κατεύθυνση, με πρωτοπόρα τα ΜΜΕ, και ψυχολογικά το επιθυμούμε για να καλύψουμε τους φόβους μας. Οσο και αν διακαής πόθος και στόχος πολλών επιστημόνων είναι η επιτυχία της πρόβλεψης, η βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη ενός σεισμού σήμερα διεθνώς είναι αδύνατη και -κυρίως- πρακτικά ανεφάρμοστη. Παρά τις πολλές και σοβαρές προσπάθειες που έγιναν και γίνονται, διεθνώς και στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, η πολυπλοκότητα του προβλήματος μεγάλη και η αντισεισμική πολιτική που στηρίζεται μόνο στην πρόβλεψη ή κυρίως σ’ αυτήν είναι αδιέξοδη. Η ανακοίνωση προβλέψεων από επιστήμονες είναι κοινωνικά επιζήμια και οικονομικά επικίνδυνη. Μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει και αποπροσανατολισμό από τα κύρια προβλήματα της αντισεισμικής πολιτικής. Η μεγέθυνση των πόλεων, οι επικίνδυνες βιομηχανίες, η πολυπλοκότητα της δομής της κοινωνίας αυξάνουν την τρωτότητα και κατά συνέπεια το σεισμικό κίνδυνο. Η σεισμική επικινδυνότητα μειώνεται, ελαχιστοποιείται όσο η κοινωνία επενδύει σε γνώση, οργάνωση, προπαρασκευή και αντισεισμική δόμηση. Χαρακτηριστική είναι μια φράση από έκθεση της Σεισμολογικής Υπηρεσίας της Καλιφόρνιας για την πρόγνωση των σεισμών: “Δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, μπορούμε όμως να το προστατέψουμε”. Στην Ελλάδα πόσο σοβαρά αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα;».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

Οι επισκέψεις του Εγκέλαδου

Από την αρχαιότητα μέχρι και τον 21ο αιώνα η περιοχή της Λέσβου και της Χίου έχουν υποστεί πολλούς ισχυρούς-καταστροφικούς σεισμούς. Η υψηλή σεισμική δραστηριότητα της Λέσβου σχετίζεται με τα νεοηφαιστειακά πετρώματα. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η Λέσβος έχει τρεις σεισμικές ζώνες: Η πρώτη σεισμική ζώνη διασχίζει τη βόρεια ακτή της Λέσβου (μέγεθος 6,0-7,0). Η δεύτερη σεισμική ζώνη διασχίζει τη νότια και τη νοτιοανατολική ακτή της Λέσβου (μέγεθος 5,0-6,0). Η τρίτη σεισμική ζώνη διασχίζει το νοτιοδυτικό τμήμα της Λέσβου, με προσανατολισμό ΒΔ (μέγεθος ≤5,5). Αυτή είναι η πιο ενεργή ζώνη βλαβών στη νήσο Λέσβο. Σύμφωνα με τη μελέτη των σεισμολόγων Βασίλη και Κωνσταντίνου Παπαζάχου, το 2003, το πρώτο αναφερόμενο ιστορικό συμβάν στη Χίο, με μέγεθος σεισμού 6,2 R, συνέβη το 496 π.Χ., ενώ στη Λέσβο, με μέγεθος 6,8 R, το 231 π.Χ. Στη συνέχεια, το 1383 σημειώθηκε σεισμός 6,8 R δυτικά των βόρειων ακτών της Λέσβου, καταστρέφοντας τη Μυτιλήνη και σκοτώνοντας 500 ανθρώπους. Στις 7 Μαρτίου 1867 σημειώθηκε σεισμός μεγέθους 6,8 R στη Λέσβο. Καταστράφηκε η πρωτεύουσα, σκοτώθηκαν 550 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 816. Παρατηρήθηκαν επίσης σχισμές στο έδαφος, φαινόμενα υγροποίησης και κατολισθήσεις. Ο σεισμός των 6,8 R στις 25 Οκτωβρίου 1889, με 36 νεκρούς, κατέστρεψε 1.800 σπίτια στο δυτικό τμήμα του νησιού και προκάλεσε κατολισθήσεις.

Το ιστορικό γεγονός που παρουσιάζει τις περισσότερες ομοιότητες με το γεγονός της 12ης Ιουνίου 2017 είναι ο σεισμός της 11ης Οκτωβρίου 1845 μεγέθους 6,7 R. Στη Βρίσα, 60 κατοικίες καταστράφηκαν και μία γυναίκα σκοτώθηκε, όπως συνέβη και το 2017, λόγω κατολισθήσεων που προκλήθηκαν από την έντονη μετασεισμική ακολουθία. Στο Πλωμάρι καταστράφηκαν 8 κατοικίες, ενώ 40 υπέστησαν ζημιές. Αλλες περιοχές του νησιού υπέστησαν σοβαρές ζημιές, όπως το Βιβάρι. Πολλά σπίτια και η τοπική εκκλησία σχεδόν κατέρρευσαν. Στο Λισβόρι μόνο 2 από τα 70 ή 80 σπίτια δεν κατέρρευσαν!

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΒΑΜΒΑΚΑ

 avamvaka@ e–typos.com

Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής