ΑΦΙΕΡΩΜΑ- απόκριες 2016: Το καρναβάλι της Αγιάσου..από το 1937 (ΒΙΝΤΕΟ)

Tο Αναγνωστήριο ενδιαφέρθηκε από πολύ νωρίς και για το καρναβάλι.

Το 1937 μάλιστα, θέλοντας να τιμήσει το μεγάλο ευεργέτη Θεόδωρο Κουκουβάλα ή Ντουγραματζή, αποφάσισε να προκηρύσσει κάθε χρόνο, κατά τις Αποκριές, τα «Βάλεια» και να βραβεύει τους καλύτερους καρνάβαλους. Σκοπός του σωματείου ήταν να διατηρηθεί το έθιμο. Συνιστούσε μάλιστα οι καρνάβαλοι να αποβλέπουν σε ομαδικές προσπάθειες, να φροντίζουν για την αμφίεση, να σέβονται το τοπικό ιδίωμα, να διατηρούν ανεπιτήδευτη τη σάτιρα και να τραγου¬δούν τη «Σούσα» και άλλα παραδοσιακά τραγούδια. Ο Βάλειος Διαγωνισμός προκηρύχτηκε για πρώτη φορά το 1938 και στη συνέ¬χεια τα δυο επόμενα έτη 1939 και 1940. Κατά την κατοχική περίοδο ο διαγωνι¬σμός σταμάτησε. Κάποια προσπάθεια για το ζωντάνεμα των καρναβαλικών εκδη¬λώσεων έγινε το 1944. Μετά την επανίδρυση του Αναγνωστηρίου έγινε προσπάθεια αναβίωσης του εθίμου της «περικεφαλαίας» και άρχισε πάλι να προκηρύσσεται ο Βάλειος Διαγωνισμός (1955-1961, 1966-1970, 1975-1984). Κατά το χρονικό διάστημα 1971-1974 την οργάνωση των καρναβαλικών εκδηλώσεων ανάλαβε ο Δήμος Αγιάσου. Από το 1985 τη σκυτάλη πήρε ο «Καρναβαλικός και Εκπολιτιστικός Σύλλογος Αγιάσου ο Σάτυρος».

ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ



Η Αγιάσος είναι η Μέκκα του Λεσβιακού και όχι μόνο καρναβαλιού, όπου συρρέουν κάθε χρόνο χιλιάδες κόσμου για να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις του. Το Αγιασώτικο Καρναβάλι είναι ένα ζωντανό πολιτισμικό σύμβολο. Μοναδικό δείγμα της ντόπιας λαϊκής πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξεχωρίζει απ’ όλες τις πανελλήνιες εκδηλώσεις για τη βασική ιδιομορφία του, την καυστική και σπιρτόζικη έμμετρη σάτιρά του, που την εκφράζουν στο ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα οι λαϊκοί ποιητές. Οι ρίζες του χάνονται στα βάθη της Τουρκοκρατίας. Από τότε, περνώντας μέσα από χίλια μύρια κύματα και συνοδοιπορώντας με την κάθε εποχή εξελικτικά, κατάφερε να επιβιώσει ως τις μέρες μας, τη στιγμή που πάρα πολλά έθιμα σβήνουν στο διάβα του χρόνου από τις ραγδαίες αλλαγές των κοινωνικών συνθηκών. Το καρναβάλι μας αποτελεί ανώτερη μορφή λαϊκής τέχνης. Συμπυκνώνει και συνδυάζει με θαυμαστό τρόπο την πνευματική δουλειά των λαϊκών ποιητών με την περίτεχνη και πάντα ιδιόχειρη καλλιτεχνική έκφραση των μαστόρων Σατιρογράφοι και κατασκευαστές γίνονται μια μάζα, ζυμώνονται, αλληλοσυμπληρώνονται, και παράγουν ένα σπάνιο πολιτιστικό έργο. Κοντά τους οι νέες γενιές μπολιάζονται με την αγάπη στο έθιμο και γίνονται οι σκυταλοδρόμοι της πλούσιας λαογραφικής μας παράδοσης.

Η πατινάδα

Ξεκινάμε λοιπόν την ιστορική μας αναδρομή και γυρίζουμε το ροδάνι του 
χρόνου έναν αιώνα και πλέον πίσω, στην Τουρκοκρατούμενη Αγιάσο. Πριν από το «γιανγκίνι», τη μεγάλη πυρκαγιά του 1877 που κατάστεψε τα 4/5 της Αγιάσου, ελάχιστα στοιχεία έχουμε για το έθιμο. Όπως αναφέρει ο δάσκαλος Στρατής Κουλαξιζέλλης στο έργο του «Θρύλος και ιστορία της Αγιάσου», από το 1632 και μετά, όταν ο φανατισμός των Τούρκων υποχώρησε αρκετά, γι’ αυτό και η περίοδος αυτή ονομάστηκε «χρόνια της γαλήνης», οι νέοι καλλιέργησαν το δίστιχο νεοελληνικό τραγούδι, μιμήθηκαν τον αμανέ των Τούρκων και αναβίωσαν τους «κώμους», λεγόμενους «πατινάδες».

Από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ως το 1939, τα παλικάρια του χωριού γύριζαν «πατινάδα» τα απογεύματα κάθε Κυριακής και μεγαλόσκολης. Έφερναν γύρο το χωριό, με σταθμούς στα «κουϊτούκια». Ήταν πρόχειρα καφενεδάκια σε κάθε γειτονιά, που σερβίριζαν ούζο. Πάντα μια μουσική κομπανία ήταν έτοιμη να διασκεδάσει την κάθε παρέα. Οι κοντομαχαλαδιώτισσες κοπέλες, καθισμένες στα σκαμνέλια ή στα καριγλιά κατάντικρυ στο κουϊτούκι, προσπαθούσαν με τα κάλλη τους, τη τσαχπινιά και τη διαβάθμιση του σογιού τους, να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των παλικαριών, που, πίνοντας το ρακί τους, «ουρνίζαν» τις κοπέλες με γνεψίματα. Η λέξη «ουρνίζαν» μεταφορικά σημαίνει ερωτοτροπούσαν, φυσικά με καθαρά πλατωνικό τρόπο, και προέρχεται από τον ουρνό που ρίχνουν στη συκιά για να γονιμοποιήσει τον καρπό.

Αφετηρία για την πατινάδα ήταν η αγορά (Κάμπους) και η κάτω αγορά (Κάτου Κάμπους). Από τους καφενέδες ξεχύνονταν πριν σπερνού για να κάνουν το γύρο του χωριού, περνώντας απ’ τα διάφορα κουϊτούκια. Ο γύρος έκλεινε πάλι με τέρμα τις δύο αγορές. Την ίδια πορεία ακολουθούσαν την Αποκριά και οι μασκαράδες, με πρόσθετο σταθμό το Σταυρί. 

Η περικεφαλαία

Τις Κυριακάδες της Κριγιατνής (δηλαδή της Απόκρεω) και της Τυρνής (δηλαδή της Τυροφάγου), τα απογεύματα, άρχιζε η παρέλαση των ομάδων στις γειτονιές του χωριού. Έτσι, σε κάθε κουϊτούκι, εκτός από τις μαχαλαδιώτισσες κοπέλες, πλήθος κόσμου βολεύονταν στα πεζούλια για να παρακολουθήσει τα τραγούδια τους ή ό,τι άλλο παράσταιναν. Ο καλλίφωνος της παρέας, ο κορυφαίος, ήταν κι αρχινιστής, δηλαδή άρχιζε, ξεκίναγε το τραγούδι, που το επαναλάμβανε η παρέα. Ήταν ντυμένος με την καλή του φορεσιά (τα παλιά χρόνια κι ως τα 1890-1900 : βράκα τσοχένια, χασεδένιο άσπρο πουκάμισο, ζουνάρι Μπαρμπαρέζικο και φέσι Τουνουζλήδικο). Σε κάθε γειτονιάς κουϊτούκι τραγουδούσαν ένα από τα παλιά παραδοσιακά τραγούδια, τη Σούσα, τη Λυγερή, την Τριανταφυλλένια, την Απαρνημένη, τη Μάγισσα, κ.ά. Ύστερα από το έθιμο νάναι ο κορυφαίος του χορού βρακοφορεμένος, κάποιος πρωτοτύπησε στη στολή και από τότε (1900 περίπου) καθιερώθηκε η περικεφαλαία. Ο αρχινιστής, ντυμένος με τσολιάδικη φουστανέλα, παράσταινε το Μεγαλέξαντρο. Σαν βλέπανε αυτό το παρδαλό τσούρμο να περνά, τους έπιανε δέος και θαυμασμός. Τούτος ο μασκαρεμένος Μεγαλέξαντρος στάθηκε για τους σκλαβωμένους ραγιάδες ένα σύμβολο παλικαριάς, μια παρηγοριά. Οι Τούρκοι κάνανε χάζι τις «ιμτσούνις» και παραξενεύονταν με τις αλλοπρόσαλλες μεταμφιέσεις, χωρίς να πονηρευτούν ποτές πως αυτός ο παλίκαρος σεργιάνιζε στα καλντερίμια το πάθος για τη λευτεριά του λαού, δίνοντας ελπίδες στους σκλάβους κι ανοίγοντας το ρήγμα με παραβολές. Τα παραπάνω στάθηκαν αφορμή να αγαπηθεί η περικεφαλαία. Έσβησε και χάθηκε οριστικά γύρω στα 1925-1930. Απ’ τους πρώτους αρχινιστάδες θα αναφέρουμε τον Θόδωρο Κουκουβάλα, που έδωσε όλη του την περιουσία στο Αναγνωστήριο και που στο όνομά του γίνονταν από το 1938 τα «Βάλεια», διαγωνισμός με χρηματικά έπαθλα για τη βράβευση της καλύτερης σάτιρας. Άλλοι αρχινιστάδες ήταν οι αδελφοί Κουτσκουδή, ο Μιχάλης Ευαγγελινός, κι αργότερα ο Αριστοφάνης Μολυβιάτης, ο Φάνης Κάναρος, ο Γιάννης Σοφός και άλλοι. Οι περικεφαλαίες, καθώς και οι μουτζουρωμένοι της Καθαρής Δευτέρας, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στο να μεταδίνουν, να μεταλαμπαδεύουν από γενιά σε γενιά τα πανέμορφα παραδοσιακά μας τραγούδια. 

Κουδουνάτοι Πειρασμοί

Την Καθαρή Δευτέρα οι ξενυχτισμένοι γλεντοκόποι παίρναν γύρο το χωριό, μουτζουρωμένοι με φούμο, μουτζούρα από τηγάνι, κνίκο, κλπ., με ρούχα παρδαλά κι αταίριαστα, με πρόσωπα παραμορφωμένα σε κωμικές και τραγικές φάτσες. Ώσπου να φτάσουν σε κουϊτούκι, τραγουδούσαν αδιάντρουπα τετράστιχα. Στο κουϊτούκι άρχιζε «του τρίψμου τ’ πιπιριού». Αρχινιστής πάλι ο καλλίφωνος ή ο αρχηγός της κάθε παρέας. Τα αδιάντρουπα, παραδοσιακά όλα σχεδόν, προσωποποιούν τα γεννητικά όργανα, τα βάζουν σε διάλογο, σε αμάχες και παλέματα. Κανένας, μήτε γυναίκα παντρεμένη ή λεύτερη, μήτε ακόμα και τα παιδιά, δεν σοκάρονταν, λες και τα τραγούδια αυτά τα καθαγίαζε το έθιμο και η παράδοση. Απ’ τα πιο ενδιαφέροντα παραδοσιακά έθιμα ήταν οι «κουδουνάτοι πειρασμοί». Με προβιές στο σώμα, κουδούνια στα χέρια και πόδια, πάνινα κέρατα στο κεφάλι και βοδινή ουρά στον πισινό ο αρσενικός και με μακριά άσπρη φούστα ο θηλυκός, χόρευαν αντικριστά. Γύρω-γύρω οι άλλοι, που ήταν κι αυτοί το ίδιοι μασκαρεμένοι, συδαύλιζαν τον αγκρισμό του ζευγαριού ώσπου να φτάσει σε εκστασιασμό. Από τη στιγμή αυτή, ο χορός γίνεται ορμητικότερος, οι κινήσεις του ζευγαριού θυμίζουν σεξουαλική πράξη και τα μέλη του χορού είναι κι αυτά συνεπαρμένα από το ερωτικό μεθύσι. Απλοί άνθρωποι, δίχως να ξέρουν από μυθολογία, παράσταιναν τους σάτυρους και τις μαινάδες. Ο χορός αυτός εκφράζει το τελετουργικό της ερωτικής ένωσης των δύο φύλων με τιο ρυθμικό σκοπό που τραγουδούσαν τα καθαροδευτεριάτικα τραγούδια. Τα τραγούδια ήταν δίστιχα με θέμα σεξουαλικό. 

Το πρώτο ρήγμα στην παράδοση

Από τα παλιά χρόνια, εκτός από τα καθιερωμένα στο τυπικό του καρναβαλιού, παρουσίαζαν δικής τους εμπνεύσεως παραστάσεις οι χωρατατζήδες του χωριού. Απ’ τους πιο χαρακτηριστικούς αυτούς τύπους, αναφέρουμε τον Προκόπη Καμπέρη (1880) και τον γιο του Θρασύβουλο Καμπέρη (1908) - αυτές είναι χρονολογίες εμφανίσεών τους - ανθρώπους με έμφυτο πνεύμα. Σύγχρονος τους ήταν και ο Νικόλας Χαλέλλης, ο δημιουργός της γέννας, που άφησε εποχή. Οι εκδηλώσεις της Καθαρής Δευτέρας βαστούσαν όσο αγάντερναν τα κότσια και τα κέφια των αγρυπνισμένων γλεντζέδων. Ώρα σπερνού καταλάγιαζε το χωριό και οι μουτζουρωμένοι «χαλιόνταν» (συμβολική λέξη που σημαίνει πως οι ιμτσούνις ήταν καλοί με το μασκάρεμα και τώρα που πετάνε τη μεταμφίεσή τους και ξαναγίνονται άνθρωποι, χαλιούνται).
Απ’ την απελευθέρωση του νησιού το 1912 και πέρα, η νεολαία στρατεύεται και κουβαλά νέες ιδέες. Στα 1914-1915 ο στρατηγός Ιωάννου οργανώνει τη Μεραρχία Αρχιπελάγους και τη στρατιωτική μπάντα με Λέσβιους μουσικούς και αρχιμουσικό τον Τατχατζή. Με το γύρισμα της χρονιάς ο Γιώργος Ματζουράνης, ο Εφές της Αγιάσου, έκανε το πρώτο ρήγμα στην παράδοση, διακωμωδώντας το σάλπισμα της μπάντας του Ιωάννου. Τη σάτιρα που απάγγειλε ο Ματζουράνης την είχε γράψει ίσως ο Παναγιώτης Καραφύλλης ή Πρίνος, που είναι ο παλιότερος στιχουργός της Αγιάσου. Το θέμα ήταν καθαρά αντιπολεμικό και προμήνυμα της αλλαγής στην παράδοση. Το ρήγμα αυτό διευρύνθηκε με τους σύγχρονους του Ματζουράνη, Στρατή Τσαμπλάκο και Νικόλα Στεφανή, με στίχους άτεχνους, αλλά χαριτωμένους στην απλότητά τους. Η γλώσσα τους ήταν πατσάλι καθαρεύουσας και Αγιασώτικης ντοπιολαλιάς. Σύγχρονος των παραπάνω, ήταν και ο Γιώργης Σκλεπάρης ο επονομαζόμενος «Θείος». Ένας πανέξυπνος τύπος, πολυδιαβασμένος, θυμόσοφος και ρέμπελος. Τα θέματά του πάντα για τον έρωτα και την ανέμελη ζωή. Παρέα με το «Θείο» έβγαινε κι ο Στρατής Σκλεπάρης ή Δοντάς και πολλές φορές οι δυο τους καταλήγανε σε διάλογο.

Αντικαρνάβαλος ή καρναβαλομαχία

Αγαπημένη συνήθεια των παλιών στιχουργών ήταν ο «αντικαρνάβαλος» ή «καρναβαλομαχία». Πάνω στα γαϊδουράκια τους συνήθως αντάμωναν έξω από τα κουϊτούκια ή άλλους δημόσιους χώρους και μονομαχούσαν, όχι με τα όπλα αλλά με τους στίχους τους. Ο καθένας έπαιζε το ρόλο του επιτιμητή για κάθε προσωπικό, οικογενειακό, επαγγελματικό ζήτημα του άλλου, ψεγάδιαζε τα κουσούρια και τις αδυναμίες του. Αυτός ο ανταγωνισμός συνεχίζονταν μέχρι τελικής πτώσεως, δηλαδή μέχρι ο ένας από τους δυο να εγκαταλείψει τη μάχη, υποκύπτοντας στα ειρωνικά, καυστικά, πικρόχολα σχόλια του αντιπάλου. Καμιά φορά όμως το τέλος της μάχης εύρισκε τους αντιμαχόμενους συμφιλιωμένους και σα να συμφωνούσαν ένα είδος ανακωχής, άφηναν στην άκρη τα τεφτέρια τους και αποζητούσαν την ευχαρίστησή τους στη μέθη του πιοτού και του γλεντιού.

Τα «καρναβαλέλια»

Από το 1922 και μετά, εκτός από τους παραδοσιακούς πειρασμούς της Καθαρής Δευτέρας και τις περικεφαλαίες, έκαναν την εμφάνισή τους χωρατατζήδες, που με τις παρέες τους σατίριζαν ένα σωρό θέματα με διάφορες καταστάσεις. Σαν τέτοια έκαναν εντύπωση το «Ελληνογαλλικό Λύκειο», «Οι Μίσες», «Ο τρελός γιουρούκης», κ.ά. Όλα αυτά ήταν αυτοσχεδιασμοί και δεν είχαν παρά μόνο θεματικό χαρακτήρα. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ξεπετιούνται καινούριοι ρήτορες, λαϊκοί ποιητές, με δικό τους τρόπο στις εμφανίσεις και τη σάτιρα. Είναι τα παλικάρια που γύρισαν από τα μέτωπα, οι μπαρουτοκαπνισμένοι, οι ξυπνημένοι. Θέλουν κάποια κοινωνική αλλαγή, επιζητούν τη δικαιοσύνη. Εκφραστές των αιτημάτων αυτών ήταν οι Γιάννης Ακριβλέλλης, Στρατής Σκλέπος, Στρατής Τσαμπλάκος, Νικόλας Στεφανής. Αυτοί μαζί με το Σκλεπάρη γεμίζουν την περίοδο 1922-1935 με στίχους μέτριους, μα που η σάτιρά τους εκτείνεται και σε κοινωνικά θέματα.
Παράλληλα οι μικροί δοκιμάζουν τα φτερά τους για τα ποιητικά τους πετάγματα. Από τους λαϊκούς ποιητές αυτούς της περιόδου 1935-1940, τα επονομαζόμενα «καρναβαλέλια», το καρναβάλι μπήκε σε καινούρια φόρμα. Το τελετουργικό άλλαξε τόπους και χρόνο εμφανίσεων και το σημαντικότερο καθιέρωσε για εκφραστικό του όργανο την Αγιασώτικη ντοπιολαλιά. Μα, ας δούμε τους συντελεστές αυτής της αλλαγής που οφείλεται σε πολλά αίτια. Οι πρώτοι ποιητές της περιόδου 1914-1922 και οι δεύτεροι της περιόδου 1922-1935, επηρεασμένοι από τον Α! παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ξεστράτισαν από τις παραδοσιακές Αποκριές με δική τους σάτιρα που ασκούσε κοινωνικό έλεγχο και κριτική. Οι νέοι της περιόδου 1935-1940, που βίωσαν τις εμπειρίες της πολύπαθης περασμένης γενιάς, η κάποια μόρφωσή τους, η κοινωνική ανακατάταξη, η δικτατορία του Μεταξά, η Γερμανική Κατοχή, τους ακόνισαν το μυαλό και τους προβλημάτισαν παραπέρα, έτσι που έκαναν τον καρνάβαλο πιο πνευματικό και τη σάτιρά του να εκτείνεται ακόμα και σε οικουμενικά προβλήματα που απασχολούν τον όπου γης άνθρωπο.
Απ’ τους πρώτους που γράψανε σάτιρα κείνη την εποχή ήταν ο Αλέκος Κυπριωτέλλης, ο Βασίλης Βλαστάρης ή Βαγιάννας, ο Στρατής Αναστασέλλης, ο Μενέλαος Καμάτσος, ο Μιχάλης Πασχαλιάς, ο Χαρίλαος Κορομηλάς, και άλλοι. Φέρνουν καινούρια μηνύματα, καινούριο τρόπο έκφρασης ιδεών. Δεν κάνουν απλώς μασκαρέματα για να τέρψουν το ακροατήριό τους, αλλά για να φρονηματίσουν, να παραδειγματίσουν, να καυτηριάσουν με το θερμοκαυτήρα της πένας τους το σάπιο κομμάτι του κοινωνικού σώματος, σαν τον χειρουργό. Χτυπούν αλύπητα τα στραβά, μιλάνε σταράτα τα αδιάντρουπα, λένε τη σκάφη σκάφη. Οι ποιητές αυτοί, που οι γραμματικές τους γνώσεις δεν ξεπερνούν του δημοτικού, όλοι απλοί ξωμάχοι, τεχνίτες, εργάτες, στ’ αργαστήρια, στα λιοκτήματα, στους καφενέδες, παντού, δένουν στο μυαλό τους το στίχο, τα όσα διαδραματίζονται στο χώρο της μικρής κοινωνίας που ζουν, μα και γενικά σε παγκόσμια κλίμακα. Κάνουν τραγούδι τους καημούς και τα προβλήματα των απλών ανθρώπων, σκώμμα και περιγέλιο τα όσα τραβούν απ’ τη στραβοκεφαλιά τους..

Ο «Βάλειος» Διαγωνισμός

Ο θρίαμβος των νέων φάνηκε καθαρά στα πρώτα «Βάλεια», διαγωνισμό που προκήρυξε το Αναγνωστήριο για την καλύτερη σάτιρα το 1938, τιμώντας το μεγάλο ευεργέτη του Ιδρύματος Θόδωρο Κουκουβάλα. Αξίζει να επισημάνουμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή της δικτατορίας του Μεταξά. Παρόλα αυτά, ο καρνάβαλος δεν φιμώνεται. Βγάζει στη φόρα τ’ άπλυτα όλων αυτών που διαφέντευαν τότε τις τύχες του χωριού και των ανθρώπων του. Χαρακτηριστική ήταν η σάτιρα του Στρατή Αναστασέλλη «Ο Περιηγητής» που εκφώνησε την Καθαρή Δευτέρα, 7 Μάρτη 1938, ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Μιχάλης Πασχαλιάς και η οποία θεωρήθηκε από την ελλανόδικο επιτροπή ασυναγώνιστη και υποδειγματική. 
Μια από τις βασικές απαιτήσεις των διακηρύξεων των πρώτων τουλάχιστον χρόνων του Βάλειου Διαγωνισμού ήταν να διατηρηθεί το έθιμο να σατιρίζονται πρόσωπα και καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας, χαρακτηριστικοί τύποι, επίκαιρα γεγονότα και επαγγέλματα, αυτό ακριβώς που ήταν το κύριο γνώρισμα της Νέας και Μέσης Αττικής Κωμωδίας. Προσφιλής στόχος των σατιρογράφων ήταν οι γέροι, οι γριές και οι κοπέλες. Γιατί άραγε; Γιατί, σε γιορτές βακχικές, οργιαστικές, όπως η Αποκριά, η νηφαλιότητα των γέρων είναι αταίριαστη με τον ερωτικό οργασμό και τη ζωντάνια των νέων. Η γριά εξάλλου χώνει παντού τη μύτη της. Στα προξενειά, στα διαζύγια, στους καβγάδες, στα μάγια, σε κάθε είδους κουτσομπολιού. Αλλά, ό,τι ακούνε οι γέροι και οι γριές, είναι χάδια μπροστά στην επίθεση που υφίστανται οι κοπέλες από τον καρνάβαλο. Αν τα γηρατειά τους ερεθίζουν, τα κορίτσια, με την ερωτική τους δυστροπία, τους σεμνότυφους δισταγμούς, τους συμφεροντολογικούς υπολογισμούς και γενικά με την αντίσταση που προβάλλουν στους ερωτικούς πόθους των παλικαριών, τους κάνουν έξω φρενών. Όλο το χρόνο ο άντρας σέρνεται πίσω από το φουστάνι, σκλάβος των θέλγητρων των γυναικών. Την Αποκριά είναι καιρός να ξεσπάσει, να εκδικηθεί για τις ταπεινώσεις που υφίσταται το ανδρικό γόητρο. Και σαν να του λύνονται ξαφνικά τα μάγια, βλέπει με τα μάτια του καρνάβαλου τα κορίτσια γεμάτα ελαττώματα. 

Κατοχή 

Έτσι φτάνουμε στην εποχή που ένα σωρό γεγονότα άλλαξαν τη μορφή των εκδηλώσεων αυτών. Ο πόλεμος του 1940, η γερμανική κατοχή, η πείνα, ανέκοψαν για τρία χρόνια ακόμα και κάθε σκέψη για καρναβάλια. Η Αγιάσος τη διάρκεια της κατοχής είχε επίσημα καταγεγραμμένους 730 θανάτους. Μόνο τη διετία 1941-42 είχε 518 θανάτους. Σε διάστημα 14 μηνών, από τις 28-10-1941 μέχρι και τις 24-12-1942, μόνο από την πείνα πέθαναν 227 άνθρωποι. Και φυσικά τα θύματα ήταν πολύ περισσότερα, γιατί πολλοί και κυρίως νεογέννητα παιδιά, πέθαιναν και θάβονταν σχεδόν αμέσως, χωρίς να δηλώνεται ο θάνατός τους στο Ληξιαρχείο. Η πείνα άρχισε να υποχωρεί από το 1943 και μετά, γιατί κάποιοι πατριώτες, τολμηροί και ριψοκίνδυνοι, φόρτωναν λάδι σε καίκια και το πήγαιναν στη Μακεδονία για να το ανταλλάξουν με στάρι και όσπρια. Το ίδιο έκανε και η Κοινότητα, που, με την έγκριση των Γερμανικών Αρχών Κατοχής, συνέστησε ειδική Επιτροπή. Επίσης, κάποιοι μαυραγορίτες, που στη διάρκεια της πείνας φρόντιζαν να διπλοκλειδώνουν τα καταναλωτικά αγαθά για να εκτινάξουν τις τιμές τους στα ύψη, άρχισαν σιγά-σιγά να διοχετεύουν κάποια προϊόντα στην αγορά. Παράλληλα στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις πετύχαιναν απανωτά συντριπτικά πλήγματα εναντίον των ορδών του Άξονα, που υποχωρούσαν σ’ όλους τους τομείς, προδιαγράφοντας αναπόφευκτη την τελική τους ήττα.
Έτσι, τις Αποκριές του 1944, στη Γερμανοκρατούμενη Αγιάσο, ξέσπασε το πάθος του λαού της για λευτεριά, με την παρουσία του καρνάβαλου που καμάκιαζε τον καταχτητή με τα προφητικά του μηνύματα. Ο κόσμος χρησιμοποίησε το λαϊκό ρήτορα σαν εκφραστή των πόθων του. «Ο Αστρονόμος» του Βασίλη Βλαστάρη ή Βαγιάνα, με εκφωνητή το Βασίλη Χατζηπαναγιώτη ή Σκανταλιάρη, φέρνει μηνύματα απ’ τ’ άστρα, τα βλέπει σαν κράτη και παιχνιδίζει με απλά μα πολυσήμαντα τετράστιχα. Πρέπει να επισημάνουμε ότι η προδιάθεση αυτή του λαού ενάντια στον κατακτητή εκδηλώθηκε πολύ έντονα λίγες μέρες αργότερα με τον πάνδημο γιορτασμό της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, που μετατράπηκε σε ανοιχτή αντιγερμανική διαδήλωση και που οδήγησε στο γερμανικό μπλόκο της 28ης Μάρτη 1944 και στα αιματηρά αντίποινα των Γερμανών, τα οποία όμως δε στάθηκαν ικανά να λυγίσουν το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα του λαού μας.

Οι αλλαγές της δεκαετίας του ’60

Με την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, φουντώνει πάλι το έθιμο. Βγαίνουν καινούριοι ποιητές κι εκφωνητές. Τα κουϊτούκια είναι πια σφαλιστά για τις πατινάδες. Τα παλικάρια του χωριού και οι κοπέλες αλλάζουν τόπο για νυφοπάζαρο. Κάνουν βόλτες στον απάνω και τον κάτω δρόμο. Τα ήθη και τα έθιμα, ο τρόπος ζωής, οι κοινωνικές αντιλήψεις και πρακτικές αλλάζουν μετά τον πόλεμο. Φυσά ένα δυνατό ρεύμα αλλαγής. Οι καρνάβαλοι βρίσκουν σε άλλα πόστα τους ακροατές τους. Οι πομπές αλλάζουν δρομολόγιο. Μέσα σ’ αυτές τις νέες κοινωνικές συνθήκες λαμβάνει χώρα η μεταρρύθμιση του Ανανία Καραμανλή, ενός απ’ τους καλύτερους εκφωνητές της μεταπολεμικής περιόδου. Αυτός έδωσε θεαματικό ύφος στον καρνάβαλο, κατασκευάζοντας μεγάλα άρματα και συνδυάζοντας έτσι τη σάτιρα με την εμφάνιση. Με πυραύλους, παλάτια, σκηνές σε πλατφόρμες, και άλλα παρόμοια, ο καρνάβαλος έγινε αναγκαστικά δυσκίνητος, έτσι που να μη μπορεί να σεργιανίσει πια στα καλντερίμια του χωριού. Το καρναβάλι τώρα γίνεται στο γήπεδο του χωριού, στο Σταυρί και την Αγορά. Τον Ανανία μιμήθηκαν κι άλλοι, ώσπου το κάθε συγκρότημα έφτασε να κάνει μόνο μια εμφάνιση, σε ορισμένο τόπο, την πλατεία του σταθμού αυτοκινήτων. Άλλαξε ακόμα και το τυπικό. Ύστερα από τη Γερμανική Κατοχή, καθιερώθηκε το απόγευμα της Καθαρής Δευτέρας, σαν ώρα και μέρα των εκδηλώσεων. Ο κόσμος μαζεύεται σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους και παρακολουθεί τα διαγωνιζόμενα ή μη καρναβαλικά συγκροτήματα. Το κέφι και τα μασκαρέματα γίνεται τα βράδια της Κυριακής και της Καθαρής Δευτέρας. Στο ελάχιστο αυτό διάστημα σπιθίζει το λαϊκό πνεύμα, αναβιώνουν τα παραδοσιακά τραγούδια και τριψίματα, ανανεώνει το λαϊκό δαιμόνιο τις πανάρχαιες παραδόσεις.
Από την άλλη πλευρά, όμως, το Καρναβάλι αναδείχτηκε σε σπουδαία συλλογική πνευματική λαϊκή εκδήλωση, που όμοιά της δεν υπάρχει στο πανελλήνιο. Σήμερα διατηρεί τη μορφή που πήρε μεταπολεμικά : λαϊκό δρώμενο με έντονα θεατρικά στοιχεία σε ανοιχτό δημόσιο χώρο, που συνδυάζει σε ολοκληρωμένη θεματική ενότητα τον έμμετρο σατιρικό λόγο με την εμφάνιση αρμάτων. Η θεματολογία της λαϊκής μούσας καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα. Συνήθως επιλέγεται ένας γνωστός ιστορικός μύθος, μέσα από τον οποίο αναπαράγεται με αλληγορικό και συμβολικό τρόπο η σημερινή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και σατιρίζονται με παραλληλισμούς πρόσωπα και καταστάσεις της επικαιρότητας. Το καρναβάλι λειτουργεί σαν καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας. Παράλληλα ο καρνάβαλος είναι προφητικός. Και προφητεύει καλά. Όχι γιατί έχει μαντικές ικανότητες. Αλλά γιατί εκφράζει την κοινωνική συνείδηση. Τη στάση της κοινωνίας απέναντι στα γεγονότα και τις εξελίξεις. Τη συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία και πρακτική, η οποία του επιτρέπει να ανιχνεύει την αλήθεια πίσω από τη φαινομενική εικόνα των πραγμάτων, να διαβλέπει πού οδηγούν οι εξελίξεις, ποιοι κίνδυνοι παραμονεύουν, ποιες θετικές διεργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Η άποψή του αποτελεί βαρόμετρο για τα σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Εκφράζει, τέλος, πιστά τα δυο βασικά χαρακτηριστικά που του κληροδότησε η ιστορία. Την έμφυτη τάση του για διακωμώδηση των πάντων, που αποτελεί το εύθυμο πρόσωπό του και την άσκηση αυστηρού κοινωνικού ελέγχου με σαφείς αιχμές ενάντια σε κάθε κακώς κείμενο, που αποτελεί το σοβαρό, το άγριο καμιά φορά πρόσωπό του. 

Δικτατορία - Μεταπολίτευση

Την περίοδο της δικτατορίας το καρναβάλι γνώρισε σημαντική άνθηση και, παρά το γεγονός ότι η δαμόκλειος σπάθη της λογοκρισίας που επέβαλαν οι Αρχές σακάτεψε πολλά σατιρικά κείμενα, εντούτοις τότε ακριβώς καταγράφονται πολλά από τα καλύτερα αριστουργήματα της ιστορίας του. Οι σατιρογράφοι, προκειμένου να αποφύγουν τη δαμόκλειο σπάθη της λογοκρισίας, χρησιμοποιούν την αλληγορία με τρόπο αληθινά θαυμαστό και ευφυή. Η σάτιρα γίνεται αναγκαστικά πιο πνευματώδης, πιο προοδευτική, φορέας δημοκρατικών αιτημάτων και καυστικής - παράτολμης πολλές φορές - κριτικής. Ο κόσμος απολαμβάνει τη σάτιρα αυτή που εκφράζει τις μύχιες επιθυμίες και τα δημοκρατικά του οράματα. Οι σάτιρες αυτής της εποχής έχουν διαχρονική αξία, γιατί εμπεριέχουν ιστορικές αλήθειες, πολιτικές κρίσεις και αποφθεγματικούς στίχους που είναι επίκαιροι ακόμα και στις μέρες μας.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης λόγω της έντονης πολιτικοποίησης της νεολαίας και του λαού ανθεί η πολιτική σάτιρα. 
Παράλληλα, ο καρνάβαλος διατηρεί και εμπλουτίζει όλα τα κύρια χαρακτηριστικά που του κληροδότησε η πλούσια ιστορία του εθίμου. Σατιρίζει πρόσωπα και καταστάσεις της τοπικής κοινωνίας, σχολιάζει τα εθνικά και διεθνή γεγονότα, υμνεί ή χλευάζει, κατά περίπτωση, τις σεξουαλικές επιδόσεις ανδρών και γυναικών, νέων και υπερηλίκων.
Το καρναβάλι λειτουργεί σαν καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότη-τας. Ο καρνάβαλος είναι προφητικός. Και προφητεύει καλά. Όχι γιατί έχει μαντικές ικανότητες. Αλλά γιατί εκφράζει την κοινωνική συνείδηση. Τη στάση της κοινωνίας απέναντι στα γεγονότα και στις εξελίξεις. Τη συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία που του επιτρέπει να ανιχνεύει την αλήθεια πίσω από τη φαινομενική εικόνα των πραγμάτων, να διαβλέπει πού οδηγούν οι εξελίξεις, ποιοι κίνδυνοι παραμονεύουν, ποιες θετικές διεργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη. 

Οι ρίζες του καρνάβαλου

Ο καρνάβαλος είναι τραγικό πρόσωπο. Προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα χτυπήματα της μοίρας του με τη διακωμώδηση των ίδιων των δεινών του, να αντλήσει γέλιο μέσα από τον κυκεώνα των δεινοπαθημάτων του, για να μπορέσει να αντέξει ψυχικά και σωματικά και τελικά να επιβιώσει.
Ο καρνάβαλος είναι απερίφραστος βωμολόχος. Η βωμολοχία έχει τις ρίζες της στις αρχαιοελληνικές γιορτές των Βακχειών, που τελούνταν προς τιμή του Διόνυσου, Θεού της αμπελουργίας και του κρασιού, και εξυμνούσαν τη συνεχή αναδημιουργία της ζωής, τη γονιμότητα και την αναγέννηση της φύσης κατά την άνοιξη. Σύμβολο του θεού ήταν το ανδρικό γεννητικό όργανο, το επονομαζόμενο «φαλλός». Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, η γονιμότητα είναι μία και η αυτή σ’ όλη τη φύση. Ο σπόρος αποτίθεται στη γη, όπως το σπέρμα στους μητρικούς κόλπους. Το σπαρτό ξεφυτρώνει από τη γη, όπως το παιδί βγαίνει από τη μήτρα. Η γενετήσια πράξη του φαλλού, που προκαλεί γονιμότητα, πρέπει, κατά την κοινή πίστη των αρχαίων, να προκαλέσει και στη γη γονιμότητα. Από την εξομοίωση αυτή, της γέννησης της ανθρώπινης ζωής με το κάρπισμα των αγρών, προήλθε η λατρεία του φαλλού, ως συμβόλου γονιμότητας, όχι μόνο στην αρχαία Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. 
Η μεταμφίεση επίσης των ανθρώπων συνδέεται άμεσα με τη λατρεία του Διόνυσου. Ο Διόνυσος, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, ήταν και η προσωποποίηση της εναλλαγής των εποχών του χρόνου, οι οποίες με τη σειρά τους ευθύνονται για τη γέννηση και το θάνατο της φύσης. Άνοιξη η γέννηση της ζωής, καλοκαίρι η ωρίμανσή της, φθινόπωρο ο μαρασμός της, χειμώνας ο θάνατός της. Έτσι, οι περιπέτειες του Θεού ταυτίζονταν με τα φυσικά φαινόμενα των εποχιακών καιρικών μεταβολών και συνεπώς με τις μεταμορφώσεις της βλάστησης κατά τη διάρκεια του χρόνου. Μεταμορφώνεται ο θεός, άρα πρέπει να μεταμορφώνονται και οι άνθρωποι στις ιεροτελεστίες τους. Δηλαδή, πρέπει να μεταμφιέζονται. 

Τα «τριψίματα»

Απομεινάρια της βακχικής αυτής αντίληψης για τη ζωή είναι και τα «τριψίματα», δίστιχα ομοιοκαταληκτικά τραγούδια που υμνούν τα γεννητικά όργανα, καθώς και τα «ιμτζουρώματα» αυτών που «αρχιώντι». Είναι ολοφάνερη η σχέση του τριψίματος με τον αρχαίο διθύραμβο. Είναι χορικά άσματα (δηλαδή χορωδιακά τραγούδια), που τραγουδιούνται και χορεύονται κυκλικά από τον χορό (αρχίζει ο κορυφαίος και επαναλαμβάνει ο χορός), υμνούν τα γεννητικά όργανα και τη σεξουαλική πράξη, αποδίδονται με τον αφηγηματικό ίαμβο, διατηρούν τη μορφή αυτή και δεν εμπλουτίζονται με τα πρόσωπα και τα στοιχεία του αρχαίου δράματος (δηλαδή τους προσωπιδοφόρους ηθοποιούς και το διάλογο). Στον αρχαίο διθύραμβο τα μέλη του χορού βάφονταν με την τρυγία, το κατακάθι του σταφυλιού, που είχε χρώμα κόκκινο. Στην Αγιάσο του 1950 τα μέλη του χορού βάφονταν ακόμα με κόκκινα κραγιόνια. Στο σύγχρονο τρίψιμο μουτζουρώνονται με κάρβουνο. Στον αρχαίο διθύραμβο τα μέλη του χορού «ορχούνταν», που σημαίνει χόρευαν, μετείχαν στον όρχο, δηλαδή στον κύκλο των μυστών της διονυσιακής λατρείας. Στο τρίψιμο τα μέλη του χορού «αρχιώντι» που σημαίνει επίσης χορεύουν. Η λέξη προέρχεται από εκφυλισμό της αρχαιοελληνικής λέξης «ορχούνται». Ανακεφαλαιωτικά μπορούμε να πούμε ότι το τρίψιμο είναι διθύραμβος που δεν εξελίχτηκε σε τραγωδία.

Επίλογος

Ο Βάλειος Διαγωνισμός, εκτός από τα μαύρα χρόνια της Κατοχής και του εμφυλίου, διακόπηκε και την περίοδο των ετών 1962 - 1965. Συνεχίστηκε από 1966 μέχρι και το 1970. Την περίοδο από το 1971 έως και το 1974 τη διοργάνωση των καρναβαλικών εκδηλώσεων ανέλαβε ο Δήμος Αγιάσου. Από το 1975 μέχρι και το 1984 άρχισε πάλι να προκηρύσσεται ο Βάλειος Διαγωνισμός από το Αναγνωστήριο. Το 1984 ιδρύθηκε ο Καρναβαλικός Σύλλογος Αγιάσου «Ο ΣΑΤΥΡΟΣ», υπό την αιγίδα του οποίου γίνονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις από το 1985 μέχρι σήμερα.

Στο διάστημα των τριών τελευταίων δεκαετιών το Αγιασώτικο Καρναβάλι έσπασε τα στενά γεωγραφικά τείχη του τόπου μας και απόχτησε φήμη πανελλαδική. Καθιερώθηκε έτσι σαν το σπουδαιότερο καρναβάλι του Αιγαίου και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά γεγονότα της χρονιάς στη Λέσβο.

Με πληροφορίες από http://agiasoslesvoy.blogspot.gr