Οι μαυραγορίτες της Μόριας: "Να μη βγάλω κάτι;"
Η ουρά τεράστια. Άνθρωποι που βηματίζουν αργά, ένα βήμα κάθε
στιγμή, που λες πως είναι αιωνιότητα...
Με το βλέμμα παγωμένο στο πουθενά, τα χείλια ξερά και τη γλώσσα να σεργιανίζει στεγνή απάνω τους, τα χέρια στις τσέπες… Πότε με μια χαρτόκουτα για αντήλιο και πότε μια κουβέρτα γκρίζα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για να ζεστάνουν ετούτα τα ξεραμένα κυπαρίσσια κορμιά.
Και τα πόδια… Αυτά τα πόδια των Αφγανών εκεί στην ανηφόρα της πάνω πύλης του στρατοπέδου της Μόριας. Λευκόγκριζα, ξυπόλητα πόδια, πόδια στη σκόνη, στα σκουπίδια, στις λάσπες… Παπούτσια δεμένα κορδόνι με κορδόνι περασμένα στο λαιμό μη βραχούν, μη χαλάσουν, μη χαθούν…
Κι έξαφνα στην ουρά εκείνος. Ο ένας, ο άλλος, ο τρίτος, λεφούσι κοράκια οι πωλητές κάθε λογής απαραίτητων.
Απαραίτητων για να επιβιώσουν μόλις την επόμενη στιγμή. Οι μαυραγορίτες.
Σκηνές έναντι τριάντα ευρώ, κουβέρτες των είκοσι, πατατάκια για τρία ευρώ το πακετάκι, ψωμί τρία ευρώ η φρατζόλα, κονσέρβες ψάρι τρία ευρώ, μπουκάλια νερό δυο ευρώ το ένα… Ένα τραπέζι που ξεφορτώνεται και στήνεται μαζί και η πραμάτεια. Μπανάνες ένα ευρώ η μία, μήλα ένα ευρώ το ένα.
«Θες να επιβιώσεις, να αντέξεις στην ουρά, να πάρεις το χαρτί για να φύγεις στη Γερμανία; Θα πληρώσεις…. Εδώ στη γη της επαγγελίας τίποτα δεν είναι τζάμπα… Θα πληρώσεις».
Κοιτάς από μακριά μην τύχει και σε περάσει για εκπρόσωπο κάποιας αρχής που θα τον ελέγξει. Σύντομα διαπιστώνεις πως δε φοβάται. «Εμένα δε μου κάνει κανείς τίποτα…». Σε ετούτο τον τόπο κανείς δεν κάνει σε κανέναν τίποτα.
Πλησιάζεις κοντά. Τίποτα αυτός. Το χαβά του… «Μπατανίες τεν γιούρο» κάτι πλαστικά αδιάβροχα της πλάκας του ενός ευρώ και του ενάμιση έναντι 10 ευρώ. «Ναι ρε φίλε αλλά εγώ τους τα φέρνω εδώ. Να μη βγάλω κάτι τις;».
Αγροτικά αυτοκίνητα, «βανάκια» που φόρτωσαν πραμάτειες από το γειτονικό μεγάλο σούπερ μάρκετγερμανικών συμφερόντων και την ξεπουλάν σε μετανάστες στην ουρά εκεί στο hotspot της Μόριας. Περιμένουν στην ουρά, δε μπορούν να κάνουν αλλιώς. Αν φύγουν για μια στιγμή χάθηκε η σειρά ξανά από την αρχή, μια δυο τρεις μέρες…
Η ουρά εκεί, με ήλιο και βροχή, ο Γολγοθάς των Αφγανών, η ανηφόρα στην πάνω πύλη του στρατοπέδου που οδηγεί στην καταγραφή… Σε ετούτο το Γολγοθά μοναδική παρέα οι μαυραγορίτες που πασπαλίζουν με χιλιάρικα μαύρα ευρώ ανενόχλητοι, την κοινωνία της αλληλεγγύης.
Πηγή: ΑΜΠΕ, Στρατής Μπαλάσκας
Με το βλέμμα παγωμένο στο πουθενά, τα χείλια ξερά και τη γλώσσα να σεργιανίζει στεγνή απάνω τους, τα χέρια στις τσέπες… Πότε με μια χαρτόκουτα για αντήλιο και πότε μια κουβέρτα γκρίζα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για να ζεστάνουν ετούτα τα ξεραμένα κυπαρίσσια κορμιά.
Και τα πόδια… Αυτά τα πόδια των Αφγανών εκεί στην ανηφόρα της πάνω πύλης του στρατοπέδου της Μόριας. Λευκόγκριζα, ξυπόλητα πόδια, πόδια στη σκόνη, στα σκουπίδια, στις λάσπες… Παπούτσια δεμένα κορδόνι με κορδόνι περασμένα στο λαιμό μη βραχούν, μη χαλάσουν, μη χαθούν…
Κι έξαφνα στην ουρά εκείνος. Ο ένας, ο άλλος, ο τρίτος, λεφούσι κοράκια οι πωλητές κάθε λογής απαραίτητων.
Απαραίτητων για να επιβιώσουν μόλις την επόμενη στιγμή. Οι μαυραγορίτες.
Σκηνές έναντι τριάντα ευρώ, κουβέρτες των είκοσι, πατατάκια για τρία ευρώ το πακετάκι, ψωμί τρία ευρώ η φρατζόλα, κονσέρβες ψάρι τρία ευρώ, μπουκάλια νερό δυο ευρώ το ένα… Ένα τραπέζι που ξεφορτώνεται και στήνεται μαζί και η πραμάτεια. Μπανάνες ένα ευρώ η μία, μήλα ένα ευρώ το ένα.
«Θες να επιβιώσεις, να αντέξεις στην ουρά, να πάρεις το χαρτί για να φύγεις στη Γερμανία; Θα πληρώσεις…. Εδώ στη γη της επαγγελίας τίποτα δεν είναι τζάμπα… Θα πληρώσεις».
Κοιτάς από μακριά μην τύχει και σε περάσει για εκπρόσωπο κάποιας αρχής που θα τον ελέγξει. Σύντομα διαπιστώνεις πως δε φοβάται. «Εμένα δε μου κάνει κανείς τίποτα…». Σε ετούτο τον τόπο κανείς δεν κάνει σε κανέναν τίποτα.
Πλησιάζεις κοντά. Τίποτα αυτός. Το χαβά του… «Μπατανίες τεν γιούρο» κάτι πλαστικά αδιάβροχα της πλάκας του ενός ευρώ και του ενάμιση έναντι 10 ευρώ. «Ναι ρε φίλε αλλά εγώ τους τα φέρνω εδώ. Να μη βγάλω κάτι τις;».
Αγροτικά αυτοκίνητα, «βανάκια» που φόρτωσαν πραμάτειες από το γειτονικό μεγάλο σούπερ μάρκετγερμανικών συμφερόντων και την ξεπουλάν σε μετανάστες στην ουρά εκεί στο hotspot της Μόριας. Περιμένουν στην ουρά, δε μπορούν να κάνουν αλλιώς. Αν φύγουν για μια στιγμή χάθηκε η σειρά ξανά από την αρχή, μια δυο τρεις μέρες…
Η ουρά εκεί, με ήλιο και βροχή, ο Γολγοθάς των Αφγανών, η ανηφόρα στην πάνω πύλη του στρατοπέδου που οδηγεί στην καταγραφή… Σε ετούτο το Γολγοθά μοναδική παρέα οι μαυραγορίτες που πασπαλίζουν με χιλιάρικα μαύρα ευρώ ανενόχλητοι, την κοινωνία της αλληλεγγύης.
Πηγή: ΑΜΠΕ, Στρατής Μπαλάσκας
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ