Το έθιμο με το ρόδι την Πρωτοχρονιά – Γιατί το σπάμε
Η πρώτη εθιμική κίνηση που γίνεται με
τον ερχομό κάθε καινούργιου χρόνου ονομάζεται στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό,
«ποδαρικό» .
Πρόκειται, όπως γνωρίζουμε, για την
πρώτη είσοδο, το πρώτο βήμα ενός επισκέπτη, συγγενικού ή φιλικού προσώπου
(μικρής ή μεγάλης ηλικίας), στο σπίτι μιας οικογένειας τα ξημερώματα ή το πρωί
της Πρωτοχρονιάς. Το πρόσωπο αυτό έρχεται στο σπίτι για να φέρει το μήνυμα της
αλλαγής του χρόνου, την καλή τύχη και την ευτυχία για όλη τη διάρκεια της νέας
χρονιάς.
Επειδή όμως η πρώτη αυτή επίσκεψη
μπορεί να φέρει και αντίθετο αποτέλεσμα, γι’ αυτό πιστεύεται ότι αυτός που θα
μπει πρώτος στο σπίτι για να κάνει «ποδαρικό» πρέπει να είναι καλόκαρδος και
καλότυχος. Αν μάλιστα τύχει να είναι και μικρό παιδί, αυτό θεωρείται πιο καλός
οιωνός γιατί, κατά τη λαϊκή αντίληψη, ένα παιδί χαρακτηρίζεται με τα στοιχεία
της αθωότητας, της ειλικρίνειας και της άδολης συμπεριφοράς.
Στην Ελλάδα η συνήθεια αυτή
εξακολουθεί να γίνεται κάθε χρόνο. Ετσι οι περισσότερες οικογένειες φροντίζουν
να δέχονται το «ποδαρικό» από συγγενικό συνήθως πρόσωπο ή ακόμη από το
μικρότερο παιδί τους, το οποίο θα βγει έξω από το σπίτι λίγο προτού τελειώσει ο
παλαιός χρόνος και θα ξαναμπεί με τον ερχομό του νέου. Μάλιστα πιστεύεται ότι
το «πρώτο βήμα» πρέπει να γίνει με το δεξί πόδι, για να φέρει ευτυχία, να
έρθουν όλα «δεξιά», καθώς η δεξιά πλευρά (χέρι, πόδι, εν προκειμένω) ήδη από
ένα μακρό παρελθόν θεωρήθηκε αίσια και, αντιθέτως, απαίσια η αριστερή
Παραδοσιακή συνήθεια
Σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας το
«ποδαρικό» το κάνει ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος. Ετσι, όπως
αναφέρει ο Γεώργιος Μέγας, το ποδαρικό στην Αμοργό γινόταν από έναν άνθρωπο του
σπιτιού καθώς γύριζε από την εκκλησία με ένα εικονισματάκι στο χέρι. Εμπαινε
δύο βήματα μέσα και έλεγε: «Μέσα καλό!». Γύριζε δύο-τρία βήματα πίσω και
ξανάλεγε: «Κι όξω κακό!». Αυτό το έκανε τρεις φορές. Τελειώνοντας επαναλάμβανε
τις λέξεις «μέσα καλό» και έριχνε ένα ρόδι να σπάσει μέσα στο σπίτι. Επειτα όλη
η οικογένεια έτρωγε μια δαχτυλιά μέλι, «για να ‘ναι γλυκιά η ζωή όλο τον χρόνο».
Στην Κάρπαθο τα παλαιότερα χρόνια έβαζαν πρωί πρωί στο σπίτι «για το καλό» έναν
άσπρο σκύλο και του έδιναν να φάει μπακλαβά. Αυτό το έκαναν «για να σκυλιάσει»
το σπίτι και να θεριέψουν οι άνθρωποί του.
Αν πάλι η οικογένεια είναι άτεκνη ή τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν βρίσκονται στο σπίτι, τότε προτιμάται ένα παιδί από το φιλικό ή γειτονικό περιβάλλον. Σε όλες τις περιπτώσεις ωστόσο το πρόσωπο που θα κάνει το ποδαρικό θα λάβει χρηματικό δώρο, το οποίο είναι ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Αν πάλι η οικογένεια είναι άτεκνη ή τα παιδιά μεγάλωσαν και δεν βρίσκονται στο σπίτι, τότε προτιμάται ένα παιδί από το φιλικό ή γειτονικό περιβάλλον. Σε όλες τις περιπτώσεις ωστόσο το πρόσωπο που θα κάνει το ποδαρικό θα λάβει χρηματικό δώρο, το οποίο είναι ανάλογο με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας.
Μια διαχρονική δοξασία
Στη σημερινή τεχνολογική εποχή μας ένα
είδος ποδαρικού θεωρείται και το πρώτο (συνήθως ευχετικό) τηλεφώνημα της
χρονιάς που θα δεχθεί η οικογένεια ή τα τελευταία χρόνια και το πρώτο μήνυμα
που θα γραφεί στην οθόνη του κινητού τηλεφώνου. Αυτός άλλωστε είναι ένας νέος
ευχετικός τρόπος των νεοελλήνων, με αποτέλεσμα η τηλεφωνική επικοινωνία να μην
είναι και τόσο εύκολη την Πρωτοχρονιά εξαιτίας των πολλαπλών κλήσεων.
Τι είναι όμως αυτή η εθιμική συνήθεια
και από πού κατάγεται;
Πρόκειται ασφαλώς για μια δοξασία,
σύμφωνα με την οποία ό,τι συμβαίνει στην έναρξη μιας νέας χρονικής περιόδου θα
επηρεάσει και την όλη έκβασή της (άσχετη δεν είναι και η παροιμία πως «η καλή
μέρα από το πρωί φαίνεται»). H χρονική περίοδος μπορεί να είναι και ένας μήνας
(συναφώς η ευχή την πρώτη του μήνα «καλό μήνα»), μία εβδομάδα ή όποια άλλη.
Τεκμήριο της παλαιότητας της δοξασίας
αυτής παρέχει η Παλαιά Διαθήκη, σε συσχετισμό με το «τυχερό» πόδι. Συγκεκριμένα
στο βιβλίο της Γένεσης (30, 30) αναφέρεται επί λέξει: «Μικρά γαρ ην όσα σοι ην
εναντίον εμού, και ηυξήθη εις πλήθος, και ηυλόγησέ σε Κύριος επί τω ποδί μου».
Στο καλό ποδαρικό πίστευαν λοιπόν και οι Εβραίοι, ενώ την ίδια δοξασία είχαν
και οι Ρωμαίοι, όπως αναφέρει ο Κοραής (Ατακτα, α’, σελ. 118).
H δοξασία επιβίωσε και στα βυζαντινά χρόνια, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, και έφθασε αλώβητη ως την εποχή μας, όπου πολλοί δεν παραλείπουν να την εφαρμόζουν.
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ