ΖΗΤΩ η ελευθερία: 08-11-14: 102 χρόνια από την απελευθέρωση της Μυτιλήνης από τον τουρκικό ζυγό

102 χρόνια μετά την απελευθέρωση της Μυτιλήνης και ταυτόχρονα γιορτή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, σήμερα 8 Νοεμβρίου 2014.


Μέρα περηφάνιας και χαράς για τους Λέσβιους όπου κι αν βρίσκονται.

Ημερομηνία με σελίδες λαμπρές και ένδοξες για την ιστορία του τόπου.

Σελίδες γεμάτες λεβεντιά και ηρωισμό ανθρώπων του πελάγους. 

Το Ιστορικό:

Το φθινόπωρο του 1912 έφερε στη Λέσβο την άνοιξη. Έβλεπαν οι χριστιανοί ότι η μεγάλη στιγμή για την απελευθέρωση πλησιάζει. Πίστευαν στον καινούργιο κυβερνήτη της Ελλάδας, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον άνθρωπο που ήταν γιομάτος φως κι αξιοσύνη, ότι θα έκανε πραγματικότητα τον πόθο των Λεσβίων, για τη λύτρωσή τους από τη βάρβαρη τουρκική κατοχή. 

Στις 26 Οκτωβρίου 1912 ο ηρωικός ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, την πολυτραγουδισμένη από το λαό μας Θεσσαλονίκη.

Η Λέσβος ολόκληρη βρισκόταν σε έξαρση προετοιμασίας για τη μεγάλη ώρα που πλησίαζε.Η Μήθυμνα ζούσε έντονα την προσμονή της μεγάλης στιγμής της απελευθέρωσης από την αξημέρωτη νύχτα της τουρκικής κατοχής. Ένας νεαρός ιχθυοπώλης από τη Μήθυμνα, ο Μιχάλης Σαβάδας, με το συνεταίρο του Μουσταφά Εφέντη, βρέθηκαν με τη βάρκα τους στο απέναντι από τη Μήθυμνα χωριό της Μ. Ασίας Μπαμπά-Καλέ. Ήταν οι πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1912.

Στον όρμο του Μπαμπά-Καλέ είχαν πέσει γουφάρια. Φόρτωσαν λοιπόν γουφάρια και σε λίγες ώρες τα έφεραν να τα πουλήσουν στη Μήθυμνα.

O μικρός Μιχάλης Σαβάδας είπε στους χωριανούς τους τι άκουςαν από τους τρομοκρατημένους Τούρκους ψαράδες του Μπαμπά-Καλέ. Ελληνικά καράβια με τον ατρόμητο «Αβέρωφ» γύριζαν μπροστά στον Ελλήσποντο κι ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη Λέσβο.

Το νέο, πετώντας από στόμα σε στόμα, πήγε και στ’ αφτιά του καϊμακάμη, ο οποίος διέταξε και συνέλαβαν το νεαρό Μιχάλη. Αρχισαν τις ανακρίσεις με ραβδισμούς. Ευτυχώς έτρεξε ο συνεταίρος του Μουσταφάς και τον γλίτωσε, λέγοντας στις αρχές ότι τα νέα τα άκουσαν από τις λιμενικές αρχές του Μπα-μπά Καλέ.

Σε λίγες μέρες, το πρωί της 8-11-1912 διαδόθηκε πάλι το μήνυμα της κίνησης του ελληνικού στόλου στα λεσβιακά νερά. Αυτή την είδηση την πήρε με τον τηλέγραφο ο διευθυντής του τηλεγραφείου Μήθυμνας Εμίν Εφέντης, που επικοινωνούσε με τις τουρκικές αρχές της Μυτιλήνης. Βρισκόμασταν στην αυγή της πολυπόθητης λευτεριάς. Μετά από λίγες ώρες ήλθε το μεγάλο, το πολυπόθητο μήνυμα. Η πόλη της Μυτιλήνης απελευθερώθηκε από τη σκοτεινή τουρκική κατοχή, με τα ελληνικά δοξασμένα καράβια, μ’ αρχηγό το θωρηκτό Αβέρωφ.

Οργανώθηκαν επιτροπές στη Μυτιλήνη και στο Πλωμάρι και ρίχτηκαν στον αγώνα για γρήγορη επέμβαση του στόλου. Οι Λέσβιοι αγρυπνούσαν και περίμεναν τα τιμημένα ελληνικά καράβια, με τον άρχοντα του Αιγαίου «Αβέρωφ», να έρθουν και να σκορπίσουν την αξημέρωτη νύχτα της τουρκικής κατοχής, που τους καταπλάκωνε 450 ολόκληρα χρόνια. Η επιτροπή Πλωμαρίου κατόρθωσε να φθάσει με το δικό της καΐκι στο Μούδρο της Λήμνου, να συναντήσει το ναύαρχο Κουντουριώτη, τον αρχηγό του ελληνικού στόλου. Του παρέδωσαν μάλιστα τα έγγραφα του μητροπολίτη Κύριλλου, των δημογερόντων Μυτιλήνης και Πλωμαρίου, που τον παρακαλούσαν να καταλάβει όσο πιο γρήγορα γινόταν το νησί.

Οι Πλωμαρίτες, εκτός την παράκληση, πίεσαν όσο μπόρεσαν τον Κουντουριώτη γι’ αυτόν το σκοπό.

Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι η κίνηση αυτή των Πλωμαριτών απέδωσε θετικά. Αποφασίστηκε να γίνει η κατάληψη της Λέσβου στις 8 Νοεμβρίου, λίγο πιο γρήγορα απ’ ό,τι έλεγαν τα επιτελικά σχέδια του ελληνικού στρατού, λίγο πιο αργά από τις προσδοκίες των Μυτιληνιών. Στην πόλη της Μυτιλήνης, εκτός από την κρυφή ελληνική επιτροπή του αγώνα, συστήνεται μια μεικτή φιλειρηνική επιτροπή από χριστιανούς και μουσουλμάνους για την αποφυγή αιματοχυσίας στη Μυτιλήνη. Εκ μέρους των χριστιανών ο μητροπολίτης Κύριλλος, ο δήμαρχος Βασιλείου και άλλοι δημογέροντες και εκ μέρους των ιθαγενών Τούρκων της Μυτιλήνης ο μουφτής, ο Μπεκίρ μπέης και άλλοι αξιωματούχοι Τούρκοι της Μυτιλήνης. Οι εκπρόσωποι των δύο εθνοτήτων αποφάσισαν να σταθούν ψύχραιμοι σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες. Αυτή η επιτροπή ζήτησε από το βαλή, αν τυχόν και έρθουν τα ελληνικά πολεμικά για την παράδοση του νησιού, ν’ απομακρύνει την τουρκική φρουρά από την πόλη, για ν’ αποφευχθεί το αιματοκύλισμα.

O βαλής υποσχέθηκε ότι θα διατάξει την απομάκρυνση της φρουράς και δήλωσε πως θα κρατήσει το λόγο του. Μονάχα ο φρούραρχος, ταγματάρχης Αμπτούλ Γκανί, είχε αντιρρήσεις και άρχισε να οργανώνει όσο μπορούσε πιο γρήγορα τη φρουρά του. Ξημέρωσε η άγια μέρα της 8ης Νοεμβρίου 1912 και στις 7 ώρα το πρωί μπροστά στη Μυτιλήνη βρίσκεται ο ελληνικός στόλος: Τα θωρηκτά «Αβέρωφ», «Σπέτσαι», «Ύδρα», «Ψαρά», τα αντιτορπιλικά «Ιέραξ», «Νίκη», «Ασπίς», τα τορπιλοβόλα «12» και «14», το πλοίο εφοδιασμού «Κανάρης» και το επίτακτο «Πέλοψ». Αργότερα έφθασαν το «Καλουτάς», το «Ισμήνη», το εύδρομο «Αρκαδία» και άλλα βοηθητικά πολεμικά.

Οι Έλληνες της Μυτιλήνης ξεχύνονται στους δρόμους, πλησιάζουν τις ακρογιαλιές, στα Τσαμάκια, στο λιμάνι, στο Κιόσκι, κι ακούνε από την μπάντα του «Αβέρωφ» το εμβατήριο «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά» και η καρδιά τους γεμίζει από ξέφρενη χαρά και μεγαλείο. Το παραλήρημα του πλήθους από ενθουσιασμό είναι αφάνταστα μεγάλο. Χαιρετίζουν την πολυπόθητη λευτεριά. Χιλιάδες ελληνικές σημαίες στόλισαν τα χριστιανικά σπίτια, τα δημόσια κτήρια, το δημοτικό κήπο και την προκυμαία.

Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και χαιρετιστήριοι πυροβολισμοί ακούγονταν από τα χριστιανικά παράθυρα και μπαλκόνια και ο κόσμος αγκαλιαζόταν και φιλιόταν με γνωστούς και άγνωστους, φωνάζοντας Χριστός ανέστη.

Εκείνη την ώρα οι τοπικοί άρχοντες, Τούρκοι και Έλληνες, συσκέπτονταν στην έδρα του βαλή για όσο το δυνατόν αναίμακτη διαδοχή της αρχής της Μυτιλήνης.
Από το θωρηκτό «Αβέρωφ» έρχεται μια ατμάκατος στο λιμάνι, προς το Κουμερκάκι, με λευκή σημαία στην πλώρη και με ελληνική στην πρύμνη. Όρθιος ο Βασίλειος Καραμούζος, αξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού και πρώην πλοίαρχος της Ατμοπλοίας Χατζή Δαούτ. O κόσμος τον γνώριζε και τον αγαπούσε. Στο αντίκρισμά του άκρατος ενθουσιασμός επικρατεί. O Καραμούζος κατευθύνεται στο Διοικητήριο και παραδίδει τελεσίγραφο του ναυάρχου Κουντουριώτη στο μουτεσαρίφη Εράμ Μπέη, για την παράδοση της πόλης εντός τριών ωρών. Αυτή την πρόταση τη δέχτηκαν όλοι, εκτός από το φρούραρχο Αμπντούλ Γκανί, που δήλωσε ότι θα αντιτάξει άμυνα μέσα στην πόλη. Ζωηρές υπήρξαν οι διαμαρτυρίες των αντιπροσώπων των δύο κοινοτήτων και των προξένων της Μυτιλήνης.

O βαλής ανέλαβε να βρει μια λύση και πρότεινε τα εξής:

1ο. Ζήτησε εικοσιτετράωρη προθεσμία, για να συνεννοηθεί με την κυβέρνησή του στην Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτή την πρόταση συμφώνησε και ο φρούραρχος ταγματάρχης Αμπντούλ Γκανί ότι εάν διαταχθεί θα παρέδινε την πόλη χωρίς άμυνα.
2ο. Σε περίπτωση που δε θα γινόταν δεκτή αυτή η πρόταση εκ μέρους του διοικητή του ελληνικού στόλου, να επιτραπεί τότε στον τουρκικό στρατό να περάσει στην αντίπερα Ανατολή με τον οπλισμό και με τα πολεμοφόδιά του. Η μεταφορά αυτή να γίνει από ένα ελληνικό μεταγωγικό πλοίο.

3ο. Σε περίπτωση που η πρόταση αυτή ήθελε απορριφθεί, τότε να επιτραπεί στον τουρκικό στρατό ν’ αποχωρήσει στο εσωτερικό του νησιού, για ν’ αντιτάξει την άμυνά του.

Στις 11 η ώρα επιτροπή από το Μητροπολίτη Κύριλλο, το βαλή Εκρέμ μπέη και τους προξένους των ξένων δυνάμεων, έφθασε στο θωρηκτό «Αβέρωφ» και έθεσε τις προτάσεις στο ναύαρχο Κουντουριώτη.

Από την πρώτη στιγμή απέρριψε τις δύο πρώτες προτάσεις, την τρίτη όμως τη δέχτηκε, για να μη συμβεί κακό στους κατοίκους της Μυτιλήνης. Τους δήλωσε ότι μπορεί ν’ αποσυρθεί στο εσωτερικό του νησιού ο τουρκικός στρατός και να κάνει ό,τι θέλει για την άμυνά του.

Έδωσε ακόμα μία ώρα προθεσμία και στη 1:30 άρχισε η νικηφόρα αποβίβαση του ελληνικού στρατού σε διάφορα μέρη ταυτόχρονα. Στο λιμάνι, στην Πετρόσκαλα και στην Επάνω Σκάλα. Ύστερα από 450 χρόνια σκλαβιάς οι Μυτιληνιοί ζούσαν την όμορφη ώρα του λυτρωμού τους.

Το παραλήρημα του πλήθους ήταν αφάνταστα συγκινητικό. Η εφημερίδα «Σάλπιγξ» της 8 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «Σήμερον περί την 6ην πρωινήν ώραν το θωρηκτό “Αβέρωφ” μετά πέντε αντιτορπιλικών και ενός υπερωκεανίου μεταγωγικού έφθασαν προ του λιμένος μας».

Η εφημερίδα «Λαϊκός Αγών» της 8 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «O ένδοξος ελληνικός στρατός, το καμάρι μας, αποβιβάζεται εκ των πολεμικών μας πλοίων. Είναι ακριβώς μία και ημίσεια ώρα και οι πεζοναύτες και οι πεζοί στρατιώτες μας, με τον ωραίον οπλισμόν των μάνλιχερ και με όλας τας αποσκευάς των, επιβιβάζονται και στοιβάζονται εις τας φορτηγίδας και τας λέμβους, που πρόθυμα προσεφέρθησαν από τους Μυτιληνιούς ιδιοκτήτες».

Η εφημερίδα «Λέσβος» της 8 Νοεμβρίου 1912 γράφει: «Η αυγή ομοία ταύτης ποτέ άλλοτε δεν θ’ ανατείλη, επρόβαινε εις τον ορίζοντα και ήρξαντο να διαλύουσαι τα βαθέα σκότη και το χλωμόν της φως, το ολοέν εντονώτερον καθιστάμενον. Από την Πετρόσκαλαν εχαιρετίσαμεν την εμφάνιση του ελληνικού στόλου. Στις μία και ημίσεια ώρα στην Πετρόσκαλαν απεβιβάσθη το πρώτο ελληνικό άγημα. Προηγούντο δύο μυδραλιοβόλα “μαξίμ” και έπετο το άγημα με μίαν πελώρια ελληνική σημαίαν. Ηγείτο δε αυτού ο κ. Καραμούζας, ο συμπαθής γνώριμος των νησιών του Αιγαίου και καλός φίλος μας.

Υπό την οδηγία του κ. Καραμούζου το άγημα ακολούθησε την παραλιακήν οδόν άγουσαν προς το Καστράκι και εκείθεν ανήλθεν προς το θέρετρο του Νομάρχου.
Πάραυτα το άγημα έκαμε κατοχήν του κυβερνητικού κτιρίου και επί του εξώστου αυτού, του βλέποντος προς την θάλασσαν, υψώθη υπερήφανος, ως εν εξαίσιον σύμβολον πολιτισμού και ελευθερίας, η σημαία του αιωνίου πεπρωμένου του Ελληνικού έθνους, χαιρετισθείσα υπό του στόλου δια είκοσι και ενός κανονιοβολισμών, υπό τας επευφημίας του πλήθους και τα δάκρυα του».

Η Ελληνική δύναμη κατοχής στις 8 Νοεμβρίου 1912 ήταν 1096 στρατιώτες του τάγματος Μανουσάκη και 300 πεζοναύτες του αγήματος Κ. Μελά, αδελφού του ήρωα Μακεδονομάχου Παύλου Μελά. Η απελευθέρωση της πόλης της Μυτιλήνης ήταν πια γεγονός, ήταν η ένδοξη μέρα, η 8 Νοεμβρίου 1912.
O διοικητής του αγήματος κατοχής Ταγματάρχης Μανουσάκης διορίζεται επίτροπος της Ελληνικής Κυβέρνησης. O ελληνικός στρατός κατέλαβε τα δεσπόζοντα υψώματα της πόλης.

O αρχηγός του στόλου του Αιγαίου Παύλος Κουντουριώτης απηύθυνε το πρώτο ελληνικό διάγγελμα.

Εν ονόματι της A.M. του Βασιλέως των Ελλήνων
ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Α’

Ημείς, ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, αρχηγός του στόλου του Αιγαίου, προς τους κατοίκους της Νήσου Μυτιλήνης Διακηρύσσομεν και διατάσσομεν.

1) Η Νήσος Μυτιλήνη μεθ’ όλων των εν αυτή πόλεων, κωμών και συνοικισμών, μετά των λιμένων και των ακτών αυτής, κατελήφθη υφ’ ημών και διατελεί από τούδε εις την κατοχήν μας.
2) Αι εν τη Νήσω Οθωμανικαί Αρχαί εκτός των υπαλλήλων τοπικής διοικήσεως καθαιρούνται, την εξουσίαν δε αυτών θα ασκή ο Διοικητής του τάγματος της κατοχής Ταγματάρχης Μανουσάκης, ον διορίζομεν επίτροπον ημών. Η νήσος κηρύσσεται ολόκληρος εις κατάστασιν πολιορκίας κατά τον ΔΞΘ Νόμον και τα εκτελεστικά αυτού Β. Διατάγματα, καθιδρύεται δε εν τη πόλει της Μυτιλήνης έκτακτον Στρατοδικείον αρμόδιον δι’ όλην την νήσον.
3) O επίτροπος ημών έχει την εξουσίαν να χρησιμοποίηση διά την διοίκησιν τους ήδη υπάρχοντας Οθωμανούς υπαλλήλους δύναται όμως να αντικαθιστά αυτούς κατά τας ανάγκας και τα συμφέροντα της υπηρεσίας.
4) Αι υποθέσεις τοπικής φύσεως διεξάγωνται μέχρι νεωτέρας διαταγής ημών, όπως και μέχρι τούδε, και υπό των αυτών τοπικών υπαλλήλων, αλλά υπό την ανωτέραν εποπτείαν του ημετέρου Επιτρόπου, έχοντος το δικαίωμα να αντικαθιστά τους κακούς ή αμελείς.
5) Οι μέχρι τούδε ισχύοντες Νόμοι και τοπικά έθιμα θα εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται υπό των διαφόρων Αρχών και υπό την εποπτείαν του ημετέρου Επιτρόπου, έχοντος το δικαίωμα να λαμβάνη γνώσιν πάσης υποθέσεως και να διατάσση την προς αυτόν υποβολήν ημερησίων ή περιοδικών αναφορών.
6) Εγγυώμεθα τον απόλυτον σεβασμόν και απρόσβλητον διατήρησιν των ιδιωτικών δικαιωμάτων της ζωής, της θρησκευτικής και προσωπικής ελευθερίας, της τιμής, των οικογενειακών σχέσεων και της ιδιοκτησίας, εις πάντας τους κατοίκους της καταληφθείσης νήσου, αδιακρίτως φυλετικής καταγωγής ή θρησκεύματος, θεωρούντες αυτούς πάντας αδιακρίτως ίσους μεταξύ των ως προς τε τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις, ιδιαιτέραν δε εγγυώμεθα προστασίαν εις τα ιερά και ευαγή και φιλανθρωπικά καθιδρύματα, ων η περιουσία θα μείνει άθικτος και θα διοιχήται, όπως και μέχρι τούδε, άνευ παρεμβάσεως του ημετέρου Επιτρόπου.
7) Την προφύλαξιν των ως άνω δικαιωμάτων κατά παντός κινδύνου προσβολής αυτών αναθέτομεν εις τον ημέτερον Επίτροπον ενεργούντα την αστυνομίαν της νήσου δια του Στρατού
της κατοχής και έχοντα την εξουσίαν να εκδίδη αστυνομικάς διαταγάς οιουδήποτε περιεχομένου αλλά γενικάς δι’ όλους τους κατοίκους και επιβαλλούσας ίσας υποχρεώσεις εις αυτούς αδιακρίτως φυλετικής καταγωγής ή θρησκεύματος.
8) Ρητώς απαγορεύομεν εις πάντας τους κατοίκους της Νήσου την οπλοφορίαν, υποχρεούνται δε πάντες εντός της υπό του ημετέρου Επιτρόπου ορισθησομένης προθεσμίας να παραδώσωσιν τα όπλα εις τον στρατόν της κατοχής. Προς εκτέλεσιν του αφοπλισμού επιτρέπομεν εις τον ημέτερον Επίτροπον να επιβάλλη τας αυστηροτέρας ποινάς και να λαμβάνη τα αυστηρότερα μέτρα, ακόμη και εναντίον ολοκλήρων χωρίων.
9) Οι κάτοικοι της καταληφθείσης Νήσου είναι υπόχρεοι να εξακολουθήσουν πληρώνοντες εις τους υπό του ημετέρου Επιτρόπου ορισθησομένους εισπράκτορας τους μέχρι τούδε υπό του Οθωμανικού Κράτους κανονισμένους φόρους και τέλη, όπως εξ αυτών πληρώνονται κατά κύριον λόγον τα έξοδα της καλής διοικήσεως της Νήσου.

Επίσης υποχρεούνται οι κάτοικοι και τα χωρία να καταβάλλουν και τας εκτάκτους εις είδος ή εις χρήμα εισφοράς, όσας ήθελε διάταξη ο ημέτερος Επίτροπος, όστις έχει και το δικαίωμα της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως έναντι αποζημιώσεως.
10) Καλούμεν πάντας τους κατοίκους της Νήσου να συνεχίσουν εν ειρήνη και τάξει τας ιδιωτικάς αυτών υποθέσεις, υπακούοντες εις τους Νόμους και εις τας διαταγάς του ημετέρου
Επιτρόπου, αποφεύγοντες δε πάσαν ενέργειαν δυναμένην να διαταράξη την δημοσίαν ασφάλειαν.
11) Πάσα πράξις ή απόπειρα πράξεως θέτουσα εις κίνδυνον την ασφάλειαν του Στρατού της κατοχής, του Στόλου ή και εν γένει τα συμφέροντα της Ελλάδος, θα δικάζεται στρατιωτικώς ως έγκλημα εσχάτης προδοσίας και θα τιμωρήται με θάνατον 24 ώρας μετά την απόφασιν.

Το βράδυ της 8 Νοεμβρίου 1912 ο στόλος ανεχώρησε για την απελευθέρωση της Χίου. Έμειναν λίγα καράβια στο νησί.

Στις 9 Νοεμβρίου έφθασε στην Πέτρα το τορπιλοβόλο «14» με πλοίαρχο τον Π. Αργυρόπουλο και διαβεβαίωσε τους Πετριάνους ότι θα παρέμενε εκεί το πλοίο, μέχρι να έλθει ο ελληνικός στρατός. O κόσμος ενθουσιάστηκε. Αλλά τη νύχτα το καράβι πήρε σήμα για ένταξή του σε νηοπομπή κι έφυγε σύμφωνα με τη διαταγή. Τότε επέστρεψαν οι Τούρκοι χωροφύλακες μαζί με φενταήδες (ατάκτους) και λεηλάτησαν την Πέτρα. Σκότωσαν τον Ελευθέριο Τατά, το δημογέροντα Φωτιάδη, δύο ακόμα Πετριανούς, τραυμάτισαν σοβαρά τον καθηγητή Πανεπιστημίου Ν. Ελευθεριάδη και ξυλοκόπησαν πολλούς Πετριανούς.

Στις 10 Νοεμβρίου ελληνικά πλοία κατέλαβαν το Πλωμάρι, που στο μεταξύ είχε διώξει την τουρκική φρουρά.

Στις 12 Νοεμβρίου καταλύονται οι τουρκικές αρχές του Πολιχνίτου. Στις 15 Νοεμβρίου καταλύονται και στη Γέρα οι τουρκικές αρχές. Το νησί τώρα το κατέχουν δύο δυνάμεις. Το νοτιοανατολικό η Ελλάδα και το βορειοδυτικό ο τουρκικός στρατός, που είχε το στρατηγείο του στον Κλαπάδο.
Στη μεταβατική περίοδο του ενός μήνα, από τις 8 Νοεμβρίου έως τις 8 Δεκεμβρίου, που υπογράφτηκε το πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού στο ύψωμα Πετσοφάς, μετά την πολύνεκρη μάχη, και απελευθερώθηκε ολόκληρη η Λέσβος, στην ύπαιθρο έγιναν τρομερά κακουργήματα από Τούρκους ατάκτους, με αρχηγό τους τον Κεμάλ αγά, πρώην αστυνομικό στην Καλλονή. Συνελάμβαναν χριστιανούς, τους ξυλοκοπούσαν άγρια και τους αποσπούσαν χρηματικά ποσά. Σκότωναν, ρήμαζαν χριστιανικά χωριά και ήταν ο τρόμος και ο φόβος από όπου περνούσαν.

Αυτή την περίοδο ο αγροτικός πληθυσμός την ονομάτισε τα «φόβια». Όμως τα γεγονότα βίας και η εγκληματικότητα θα ήταν πολλαπλάσια, εάν δεν επενέβαινε ο διοικητής του τουρκικού στρατού Αμπτούλ Γκανί, τίμιος στρατιωτικός. Καταδίκασε τη συμπεριφορά του Κεμάλ αγά και περιόρισε όσο μπόρεσε την απάνθρωπη δράση τους. Και από την πλευρά όμως των χριστιανών έγιναν άγρια εγκλήματα με τη δικαιολογία της άμυνάς τους, ενώ βαθύτερο κίνητρο στις πράξεις τους ήταν η εκδίκηση.

Στις 2 Δεκεμβρίου 1912 το ελληνικό πολεμικό «Αρκαδία» εμφανίστηκε μπροστά στο λιμάνι της Μήθυμνας. Μέσα στο λιμάνι βρίσκονταν πολλά καΐκια χριστιανών και τούρκων. O διοικητής του «Αρκαδία», επειδή υποψιαζόταν πως αυτά τα καΐκια θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν οι Τούρκοι, για να μεταφέρουν ενισχύσεις από τη Μ. Ασία, έστειλε ένα σημαιοφόρο με μια βενζίνα με λευκή σημαία και ζήτησε από τις τουρκικές αρχές της Μήθυμνας να του παραδώσουν τα τιμόνια των καϊκιών του λιμανιού. Οι τουρκικές αρχές αρνήθηκαν.

Το «Αρκαδία» βομβάρδισε το λιμάνι, κατέστρεψε τα καΐκια, το Λιμεναρχείο, το Τελωνείο και το Υγειονομείο.

Κατατρόμαξαν οι Τούρκοι με την επιτυχία και ακρίβεια των ελληνικών βολών. Με την πρώτη βολή κόπηκε στα δύο ο ιστός του Λιμεναρχείου, όπου κυμάτιζε η τουρκική σημαία.

Τα άτακτα στοιχεία των Τούρκων, οι φενταήδες, μαζί με τους φανατικούς Τούρκους της Μήθυμνας επεχείρησαν να τη λεηλατήσουν. Στη Μήθυμνα όμως υπήρχαν δύο κέντρα, που κατεύθυναν εκείνες τις μέρες τα γεγονότα.
Από την τουρκική πλευρά η Λέσχη των Νεότουρκων, που είχαν τα γραφεία τους στο κτήριο του Μαλέργου, απέναντι από το μεγάλο λουτρό, και που αρχηγός τους ήταν ο Τζελάλ μπέης, ο ιδιοκτήτης του αρχοντικού, όπου στεγάζεται σήμερα ο Δήμος Μήθυμνας.


Από τη χριστιανική πλευρά το καφενείο του Δανιήλ, αυτό που έχει σήμερα ο Λάμπρος Χαβουτσιώτης. Στο ιδιαίτερο δωμάτιο του γίνονταν οι συναντήσεις και αρχηγός τους ήταν ο δικηγόρος Δημήτριος Σάββας, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός βουλευτής στο τουρκικό κοινοβούλιο, γιατί οι Τούρκοι, με διάφορους εκλογικούς νόμους που μαγείρεψαν, κατόρθωσαν να μην εκλεγεί Χριστιανός βουλευτής, εκτός από τον πανέξυπνο Μηθυμναίο Δημήτριο Σάββα, που αποκαλούνταν «βόρεια αλώπηξ».

Τους φενταήδες υποκινούσαν οι Νεότουρκοι και ειδικά ο Τζελάλ μπέης.
Μέσα σ’ αυτό το μίσος που επικρατούσε στη Μήθυμνα ξεπετάχτηκε ο καλόψυχος μουφτής της Μήθυμνας Νουχ εφέντης και οι δύο μετριοπαθείς Τούρκοι Μπέηδες και σε συνεργασία με το Δημήτριο Σάββα κατόρθωσαν ν’ αποφύγει η Μήθυμνα τη λεηλασία.

Σε μια απόπειρα ενός Τούρκου να σκοτώσει το δήμαρχο Κωνσταντίνο Κέπετζη, ο μουφτής Νουχ εφέντης αγκάλιασε το δήμαρχο και τον γλίτωσε.

Επίσης ο Μουσταφάς εφέντης, λοχίας του τακτικού τουρκικού στρατού, με μια δυνατή κλοτσιά σ’ ένα μαινόμενο άτακτο, που όρμησε να σκοτώσει με μαχαίρι το Δημήτριο Σάββα, κατόρθωσε να τον γλιτώσει.

Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν πάρθηκαν δύο πρωτοβουλίες από τη μετριοπαθή πτέρυγα των Τούρκων και χριστιανών, που πάσχιζαν να κρατήσουν τη Μήθυμνα μακριά από την αιματοχυσία στις δύσκολες αυτές ώρες.

O μουφτής Νουχ εφέντης, γνωστός του διοικητή του τούρκικου στρατού στο στρατόπεδο του Κλαπάδου, και ο Δημήτριος Σάββας, βουλευτής του τουρκικού κοινοβουλίου, άριστος γνώστης της τουρκικής γλώσσας, έγραψαν ένα γράμμα και παρακαλούσαν το διοικητή Γκανί μπέη ν’ απομακρύνει τους φενταήδες από τη Μήθυμνα.

O Δημήτριος Σάββας αναλάμβανε εκ μέρους των Χριστιανών της Μήθυμνας να διαφυλάξει την ησυχία στο χωριό.

Το γράμμα το έστειλαν εμπιστευτικά με το Νικόλα Φριγγή, ένα πραγματικά άξιο παλικάρι, και το θρησκευόμενο Χουνσού. O μουφτής τους είπε ότι αυτό το γράμμα είναι θέλημα του Αλλάχ.

Οι απεσταλμένοι, όταν έφτασαν κοντά στη Λαφιώνα, με τα άσπρα μαντίλια τους, είδαν τα τουρκικά φυλάκια από μακριά. Τα καραούλια τους σταμάτησαν, τους έδεσαν τα μάτια και τους οδήγησαν στο στρατόπεδο στον Κλαπάδο, στο διοικητή τους Γκανί μπέη. Διάβασε εκείνος το γράμμα, διέταξε και τους έδωσαν συσσίτιο, τους κράτησαν μέχρι να σκοτεινιάσει και τους άφησαν να γυρίσουν στη Μήθυμνα.
O Γκανί μπέης τους είπε πηγαίνετε τα σεβάσματά μου στο μουφτή και στο φίλο μου Δημήτριο Σάββα και τούτο μονάχα πέστε τους. «Αλαχίν γκενί-γι-ολούρ» (του Θεού θα γίνει).

Πράγματι την άλλη μέρα εξαφανίστηκαν από τη Μήθυμνα οι φενταήδες.
Συγχρόνως μια επιτροπή από το Δημήτριο Σάββα και τους δύο μετριοπαθείς μπέηδες, επιβιβάστηκε σε μια βάρκα και συνάντησε τα ελληνικά πολεμικά πλοία στον όρμο της Πέτρας. Έδωσε έγγραφο της Δημογεροντίας της Μήθυμνας, στον επικεφαλής του στόλου πλοίαρχο Δαμιανό, όπου παρακαλούσαν την άμεση κατάληψη της Μήθυμνας από τον ελληνικό στόλο.


O πλοίαρχος Δαμιανός κατασυγκινημένος τους απάντησε. Αδυνατώ να κάνω κατοχή της Μήθυμνας, γιατί δεν έχω σχετική διαταγή από την Ελληνική κυβέρνηση.

Η επιτροπή γύρισε άπραχτη στη Μήθυμνα, αλλά οι αφηνιασμένοι Νεότουρκοι αποπειράθηκαν να τους συλλάβουν. Επενέβη όμως ο μουφτής Νούχ εφέντης και γλίτωσαν τη σύλληψη.

Στις 5 Δεκεμβρίου ήλθε στη Μήθυμνα ο Αμπντούλ Γκανί και σύστησε σε όλους ψυχραιμία και λογική σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες. O Αμπντούλ Γκανί επέστρεψε στο στρατόπεδο του στον Κλαπάδο, όπου στις 6 και 7 Δεκεμβρίου έγινε η ηρωική επίθεση του ελληνικού στρατού στα υψώματα «Τυραννίδι» και «Πετσοφάς», κοντά στο μοναστήρι του Λειμώνος.

Με την ακράτητη επίθεση του ελληνικού στρατού και με τον αδιάκοπο βομβαρδισμό των ελληνικών καραβιών από τον όρμο της Πέτρας, οι Τούρκοι υπέκυψαν και στις 8 Δεκεμβρίου στο ύψωμα «Πετσοφάς» υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης του τουρκικού στρατού.

Τους Λέσβιους Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες, αφού τους αφόπλισαν τους έστειλαν στα σπίτια τους.

Το βράδυ της 8 Δεκεμβρίου όλος ο τουρκικός στρατός μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Μήθυμνας. Τους τραυματίες την ίδια βραδιά τους έστειλαν με καΐκια στην πατρίδα τους τη Μικρά Ασία.

Όλους τους άλλους αξιωματικούς και στρατιώτες, σύνολο 1500, τους έστειλαν με ατμόπλοια στον Πειραιά ως αιχμάλωτους πολέμου.

Η Εφημερίδα «Εμπρός» Αθηνών του Δ. Καλαποθάκη με ημερομηνία 9-12-1912 γράφει: Τη νύκτα απεστάλη τηλεγράφημα προς το Υπουργείον των Ναυτικών, από τον αρχηγόν του Ευδρόμου «Μακεδονία» κύριον Τσουκαλάν εκ Πέτρας Λέσβου. Υπουργείον Ναυτικών.

Ταύτην την στιγμήν «χίλιοι επτακόσιοι αιχμάλωτοι Τούρκοι επιβιβάζονται εκ Μολύβου εις ελληνικά πλοία με κατεύθυνση προς Πειραιά. Αρχηγός Δαμιανός.
Εδώ γράφτηκε ο επίλογος μιας βάρβαρης σκλαβιάς 450 χρόνων, που έζησε και γνώρισε αυτός ο τόπος.

Μεγάλη κι ολόφωτη η μέρα της 8 Δεκεμβρίου 1912 και η πολυπόθητη λευτεριά στη Λέσβο ήταν πραγματικότητα. Λεύτεροι.

πηγή: Η Μήθυμνα στα κύματα των αιώνων (Γιώργος Τσαλίκης)