Πόσο ασφαλείς είναι οι τραπεζικές καταθέσεις

Κατόπιν υπολογισμών της DZ-Bank όλα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των Γερμανών στο τέλος του 2013 ανέρχονταν στα 5,2 τρισ. Ευρώ.


Αυτά περιλαμβάνουν 2,1 τρισ. (40%) τραπεζικές καταθέσεις, 1,5 τρισ. (30%) ασφάλειες ζωής και μόνο 1 τρισ. (20%) αξιόγραφα, μεταξύ αυτών μετοχές, ομόλογα, και αμοιβαία κεφάλαια. Όπως και στην Ελλάδα, οι τραπεζικές καταθέσεις είναι με μεγάλη διαφορά η πιο δημοφιλής τοποθέτηση των Γερμανών. Και αυτό εκφράζει μια πολύ ισχυρή ανάγκη για ασφάλεια.

Η περίφημη δήλωση εγγύησης της καγκελαρίου Merkel στις 5.10.2008 ενίσχυσε την πεποίθηση των Γερμανών αποταμιευτών ότι οι καταθέσεις τους είναι ασφαλείς. Όμως, μια παρόμοια βεβαίωση έλαβαν και οι Κύπριοι αποταμιευτές από την δική τους Κεντρική Τράπεζα, με επιστολή προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Λαϊκής Τράπεζας στις 11.2.2013, όπου τονίζεται ότι “κάθε ενέργεια που στοχεύει στη μείωση, τη στέρηση ή τον περιορισμό των δικαιωμάτων των καταθετών είναι αντίθετη… προς το Κυπριακό Σύνταγμα και… την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου… Επομένως, οποιαδήποτε τέτοια πρόταση όχι μόνο στερείται νομικής βάσης αλλά και δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη.” Έξι εβδομάδες αργότερα, η Λαϊκή Τράπεζα έκλεισε, και οι καταθέτες της «απαλλοτριώθηκαν» σε μεγαλό βαθμό, όπως και οι καταθέτες της άλλης μεγάλης Κυπριακής τράπεζας.

Δυστυχώς, αρκεί μια ματιά στην χρηματοοικονομική ιστορία για να διαπιστώσουμε ότι η έννοια των άνευ ρίσκου τραπεζικών καταθέσεων ήταν πάντα μια ψευδαίσθηση. Τραπεζικές κρίσεις δεν ήταν ποτέ η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Στην εκτενή τράπεζα δεδομένων σχετικά με το ιστορικό των χρηματοοικονομικών κρίσεων, την οποία κατήρτισαν οι Reinhart και Rogoff (2009) πριν από την τελευταία κρίση, δεν υπάρχει ούτε ενα κράτος που δεν είχε ποτέ μία τραπεζική κρίση, με κύριο χαρακτηριστικό τις μαζικές αναλήψεις (bank runs) ή το κλείσιμο, συγχώνευση, εξαγορά ή μεγάλη κρατική ενίσχυση σημαντικών τραπεζών. Οι πιο συχνές τραπεζικές κρίσεις δεν εμφανίστηκαν στις αναδυόμενες χώρες, αλλά σε κράτη με πολύ εξελιγμένα χρηματοοικονομικά συστήματα, όπως τις ΗΠΑ, την Ιταλία, την Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία.

Αυτό δεν θα αλλάξει όσο οι τράπεζες λειτουργούν με το πολύ κερδοφόρο, αλλά και ριψοκίνδυνο σύστημα κλασματικών αποθεμάτων. Από τις καταθέσεις που τους εμπιστεύτηκαν, οι οποίες μπορούν να ζητηθούν πίσω από τους καταθέτες οποιαδήποτε στιγμή, οι τράπεζες χρηματοδοτούν μακροπρόθεσμα δάνεια και αξιόγραφα, και κρατάνε μόνο ένα ελάχιστο μέρος ως ρευστό απόθεμα για την ανάληψη καταθέσεων. Το έτος 2008 τα ρευστά αποθέματα, δηλαδή μετρητά και πιστωτικά υπόλοιπα στην Κεντρική Τράπεζα, όλων των τραπεζών στην Ευρωπαϊκή Ένωση κάλυψαν μόνο το 4% των καταθέσεων. Έως το 2012 αυτό το ποσοστό ανέβηκε στο 8%, λόγω των τραπεζικών διασώσεων (bailout) ύψους πολλών δισεκατομμυρίων και της διστακτικής χορήγησης νέων δανείων. Όμως, όσο οι τραπεζικές καταθέσεις δεν καλύπτονται 100% με ρευστά αποθέματα και δεν γίνεται διαφανής και ειλικρινής διαχωρισμός μεταξύ καταθέσεων και ριψοκίνδυνων χρεών των ίδιων των τραπεζών, η ασφάλεια των τραπεζικών καταθέσεων θα αποδειχθεί αργά ή γρήγορα μια ψευδαίσθηση. Αυτή η ψευδαίσθηση διατηρείται όσο το δυνατόν πιο ζωντανή μέσω της κρατικής εγγύησης καταθέσεων, του κρατικού μονοπωλίου χρήματος και της κρατικής διάσωσης τραπεζών, αλλά μακροπρόθεσμα η οικονομική πραγματικότητα είναι πιο δυνατή από κάθε κράτος, που σε τελευταία ανάλυση μπορεί να χρηματοδοτηθεί μόνο με αναγκαστικούς φόρους και πληθωρισμό.

Οι επενδυτές πρέπει απλώς να αποδεχθούν ότι δεν υπάρχουν ασφαλείς επενδύσεις. Η σημερινή αξία κάθε επένδυσης βασίζεται στις αναμενόμενες μελλοντικές αποδόσεις, οι οποίες είναι αναγκαστικά ανασφαλείς, γιατί επηρεάζονται από απρόβλεπτες ανθρώπινες πράξεις και εξελίξεις στο περιβάλλον. Μπορεί οι τραπεζικές καταθέσεις, τα κρατικά ομόλογα, τα μετρητά και τα ακίνητα να δείχνουν σε κανονικές συνθήκες μικρότερες διακυμάνσεις στην αξία τους σε σχέση με μετοχές, χρυσό ή πρώτες ύλες, αλλά η μελλοντική αξία τους είναι εξίσου ανασφαλής, και οι ζημίες ουδόλως αποκλείονται. Η μόνη προστασία της δικής μας περιουσίας, που λειτουργεί σε κάποιο βαθμό, δεν βασίζεται στην εμπιστοσύνη που επιδεικνύουμε προς μία ή κάποιες «ασφαλείς» επενδύσεις, αλλά μόνο στην ευρύτερη δυνατή διασπορά σε όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές επενδύσεων.

Μια βασική πλευρά της αβεβαιότητας όλων των επενδύσεων είναι η αδυναμία προβλέψεων της μελλοντικής τους αξίας. Ο ισχυρισμός όλων σχεδόν των χρηματοοικονομικών συμβούλων, ότι έχουν την ικανότητα να προβλέψουν την μελλοντική πορεία των αγορών, είναι εξίσου απατηλός όπως και η πίστη σε ασφαλείς επενδύσεις. Γι' αυτό το λόγο οι περισσότεροι ενεργοί διαχειριστές περιουσίας δεν καταφέρνουν να επιτυγχάνουν καλύτερες αποδόσεις από τον συγκρίσιμο δείκτη της αγοράς. Ρεαλιστική επένδυση χωρίς ψευδαισθήσεις σημαίνει ορισμός μιας σταθερής κατανομής, σε όσο το δυνατόν περισσότερες κατηγορίες επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών, των ομολόγων και των πραγματικών αξιών, επιλογή κατάλληλων αμοιβαίων δείκτη (index funds) για κάθε επενδυτική κατηγορία, και τέλος διαχείριση χαρτοφυλακίου με διατήρηση της σταθερής κατανομής. Για μια ατομική διαχείριση απαιτείται ένα ελάχιστο μέγεθος χαρτοφυλακίου μερικών εκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου να είναι δυνατή η εκτέλεση των συναλλαγών που χρειάζονται πότε-πότε για την διατήρηση της σταθερής κατανομής (rebalancing) χωρίς αποτρεπτικά κόστη συναλλαγών που μειώνουν αισθητά την απόδοση. Για μικρότερα ποσά επένδυσης υπάρχουν εν τω μεταξύ αμοιβαία κεφάλαια που εφαρμόζουν με συνέπεια την περιγραφόμενη προσέγγιση: αποτελεσματική διασπορά, χαμηλά έξοδα, καμία κερδοσκοπία βάσει προβλέψεων. Με μια τέτοια προσέγγιση δεν εξαλείφεται ο κίνδυνος, αλλά τουλάχιστον μειώνεται σημαντικά. Από την άλλη, η εμπιστοσύνη σε κατ' ισχυρισμό «ασφαλείς» επενδύσεις, όπως οι τραπεζικές καταθέσεις, θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα πάλι σε πικρές απογοητεύσεις.

Dr. Matthias Kelm, Independent Economic Advisor, Tareno (Luxembourg) S.A., matthias.kelm@tareno.luwww.dii.lu

Ο Matthias Kelm είναι ένας ανεξάρτητος οικονομολόγος και επενδυτικός σύμβουλος, με εμπειρία ως σύμβουλος επιχειρήσεων (McKinsey) και Γενικός Διευθυντής Οικονομικών. Σπούδασε οικονομικά στo St. Gallen (Ελβετία), HEC (Γαλλία) και Cambridge (Αγγλία). Έλαβε το Ph.D. του από το Cambridge, με μια διατριβή στην παράδοση των Schumpeter και Hayek. Παράλληλα με την έρευνά του, εφαρμόζει την οικονομική θεωρία της Αυστριακής Σχολής στην διαχείριση περιουσίας. Σε συνεργασία με την Tareno (Luxembourg) S.A., δημιούργησε πρόσφατα το Diversified Index Investing – Equities/Bonds/Real Assets, ένα αμοιβαίο κεφάλαιο με άδεια διανομής για Λουξεμβούργο, Γερμανία και (σύντομα) Ελβετία.


Πηγη ΗΜΕΡΗΣΙΑ