Β΄ Βραβείο Διηγήματος σε Μυτιληνιά μαθήτρια στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος

Στις 21 Μαρτίου 2014, στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός στην Αθήνα, βραβεύτηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών με το Β΄ Βραβείο Διηγήματος η μαθήτρια της Γ΄τάξης του σχολείου μας, Ειρήνη Τρίκου, για το διήγημά της με τίτλο «Η τελευταία μέρα», που διακρίθηκε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος για Εφήβους Λυκείου που είχε προκηρύξει η Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών για το έτος 2013.


Πρόκειται για μια ιδιαίτερα τιμητική διάκριση πρώτον για την Ειρήνη, της οποίας το συγγραφικό ταλέντο αναγνωρίστηκε και δεύτερον για το σχολείο, που για πρώτη φορά κατακτά μια τέτοια διάκριση στο χώρο της Λογοτεχνίας και συγκεκριμένα του Διηγήματος.

Το διήγημα της μαθήτριας

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ


«Τι ταραχή είναι αυτή;», ρώτησε η Ευανθία.

«Ποια ταραχή πάλι; Τι είναι αυτά που λες;», ανταποκρίθηκε ο Δημήτρης.
Ο Δημήτρης συνήθιζε να πειράζει και πολλές φορές να μην παίρνει στα σοβαρά ό,τι έλεγε η γυναίκα του. 

«Καλά, κορόιδευε εσύ, αλλά να ξέρεις ότι κάτι κακό θα μας βρει! Το αισθάνομαι».
Η Ευανθία ήξερε τι του έλεγε. Δεν ήταν γυναίκα με ιδιαίτερη μόρφωση, ούτε άτομο που είχε την ευκαιρία να περιηγηθεί σε καινούρια μέρη και να γνωρίσει νέους πολιτισμούς• ήξερε όμως καλά να κρίνει και να σκέφτεται τι θα πει, χωρίς ποτέ να υπερβάλει. Και αυτή τη φορά, είχε σκεφτεί αρκετά καλά αυτό που ξεστόμισε. 

Η Ευανθία ήταν μια γυναίκα δυναμική που είχε συνηθίσει στους ήρεμους ρυθμούς του χωριού της, στα Μοσχονήσια. Είχε όμορφα χαρακτηριστικά, παρά την ηλικία της, «Ετών σαράντα τριών!» όπως περηφανευόταν και η ίδια. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό με ευδιάκριτες τις ρυτίδες που της χάρισε ο χρόνος. Βέβαια, μπορούσε κανείς να διακρίνει το χαμόγελο που σχημάτιζαν τα πράσινα μάτια της. Είχε καταφέρει να διατηρήσει το σώμα της σε καλή κατάσταση. Το ικανοποιητικό της ύψος την είχε βοηθήσει αρκετά, καθώς, αν έβαζε ένα-δύο κιλάκια παραπάνω, το ανάστημά της μπορούσε να τα κρύψει. Τα δάχτυλά της ήταν λεπτά και μακριά, σχεδόν αριστοκρατικά. Στο κεφάλι της συνήθιζε να φοράει μαντίλι, με αποτέλεσμα να κρύβει να μακριά κυματιστά μαλλιά της. Όταν όμως φυσούσε ήπιο αεράκι, την μάγευε η αίσθηση του ανέμου να χορεύει μαζί με τα μαλλιά της. Η αίσθηση αυτή την έκανε να νιώθει πιο ελεύθερη από ποτέ. 

Στα δεκαοχτώ της χρόνια με δική της απόφαση –και φυσικά με την συναίνεση των γονιών της- παντρεύτηκε τον Δημήτρη. Ο Δημήτρης ήταν ένας γοητευτικός άνδρας, αρκετά εργατικός και πάντα πιστός στην οικογένειά του. Περνούσε την Ευανθία πέντε χρόνια, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να την πλησιάσει και να παρασυρθεί από τα συναισθήματά του για εκείνη. Είχε ώριμα χαρακτηριστικά. Από τα καστανά του μάτια φαινόταν η γαλήνη που διέκρινε την ψυχή του. Στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η φθορά από τη σκληρή, μακροχρόνια εργασία στη βάρκα και στα χωράφια και τα χέρια του είχαν αποκτήσει από καιρό μια τραχιά υφή. Παρόλα αυτά, το σώμα του διατηρούνταν λυγερό και γεροδεμένο. Συχνά η Ευανθία περιεργαζόταν τα εκφραστικά του μάτια προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει το μυστικό που πίστευε ότι υπήρχε πίσω από αυτά. Το κάτω  χείλος του ήταν λίγο πιο έντονο από το πάνω- μια λεπτομέρεια που έκανε τα χείλη του περισσότερο ελκυστικά-, η διαφορά όμως αυτή δεν ήταν ευδιάκριτη, καθώς το πάνω χείλος καλύπτονταν από το διακριτικό και παιχνιδιάρικο μουστάκι, που πρόσφατα είχε αποφασίσει να αφήσει. 

«Ηρέμησε, κυρά Βανθία, όλα καλά θα πάνε! Θα το δεις, στο τέλος όλα θα πάνε μια χαρά. Στο λέω εγώ, δεν με εμπιστεύεσαι;» 

«Δεν έχει να κάνει με σένα. Εσένα σε εμπιστεύομαι, τους Τούρκους δεν εμπιστεύομαι. Να μου το θυμηθείς, Δημήτρη, κάτι συμβαίνει και πολύ φοβάμαι ότι θα το μάθουμε σύντομα και από πρώτο χέρι μάλιστα!»

«Αμάν, βρε Ευανθία! Σταμάτα να είσαι απαισιόδοξη και σκέψου θετικά! Μπορεί η τρανή σου διαίσθηση να έπεσε έξω σήμερα».

«Καλά, καλά, λέγε εσύ! Γιατί, βρε, έχω πέσει πολλές φορές έξω; Τέλος πάντων, πάω να φωνάξω τα παιδιά για να φάμε». 

Ο Δημήτρης ένευσε επιδοκιμαστικά και συνέχισε να κοιτάει την Ευανθία. Εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα, χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει τους φόβους της. Αμέσως μετά ξεγλίστρησε από την πόρτα και βρέθηκε στην αυλή του σπιτιού τους. Κοντοστάθηκε λίγο κοιτώντας το τοπίο γύρω της. Το σπίτι τους βρισκόταν σε ένα υπερυψωμένο σημείο του χωριού, το οποίο τους πρόσφερε υπέροχη θέα, που μπορούσε να σαγηνεύσει οποιονδήποτε. Μπορούσαν να δουν τα όμορφα πέτρινα σπίτια, διάσπαρτα στην περιοχή του χωριού. Δεν ήταν πυκνοκατοικημένη περιοχή. Μερικά σπίτια περιβάλλονταν από μικρές αυλές, στις οποίες οι νοικοκυρές μπορούσαν να απλώσουν τα φρεσκοπλυμένα τους ρούχα και να καθίσουν λίγο να ξεκουραστούν. 

Το χωριό τους ήταν το μόνο πάνω στο μικρό νησί. Αυτό, βέβαια, δεν καθιστούσε το χωριό απομονωμένο, αφού η απόστασή του από τα υπόλοιπα νησάκια ήταν μόλις λίγα χιλιόμετρα. Οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι με μεγάλες ομοιόμορφες πέτρες που αναδείκνυαν την παραδοσιακή και ηθική φιλοσοφία του τόπου. Τα περισσότερα σπίτια είχαν σχεδόν την ίδια όψη. Φτιαγμένα από πέτρα, συνήθως διώροφα, έδιναν την εντύπωση- ιδίως τον χειμώνα, που τα παραθυρόφυλλα παρέμεναν κλειστά - ενός κρύου και ακατοίκητου σπιτιού, δίχως ίχνος ιστορίας. Αυτό, φυσικά, δεν ήταν αλήθεια. Κάθε σπίτι είχε την ιστορία του. Όλα τα σπίτια του χωριού φιλοξενούσαν μια οικογένεια που το φρόντιζε, το αγαπούσε και δούλευε γι’ αυτό. Έτσι, όλα τους είχαν αποκτήσει ψυχή και ιστορία.

Γύρω από την μικρή αυτή κοινότητα απλώνονταν τα καλλιεργημένα χωράφια των κατοίκων, πλούσια από ελαιόδεντρα, φυσική βλάστηση και άλλες καλλιέργειες. Ήταν εμφανές ότι τα θαυμάσια αυτά τοπία ήταν καθαρά και μόνο δημιουργήματα της φύσης. Το νησί αποτελούσε απαράμιλλο παράδειγμα αρμονικής συνεργασίας δύο μεγάλων δυνάμεων: της κυριαρχίας της φύσης και της δύναμης του ανθρώπου.
Η Ευανθία, νιώθοντας πιο υπερήφανη για τον τόπο της από ποτέ, άρχισε να περιπλανιέται στα σοκάκια και να περνάει ανάμεσα από τα όμορφα σπίτια, κατευθυνόμενη προς την πλατεία. Εκεί βρίσκονταν τα παιδιά της, η Νίτσα, ο Νίκος, ο Μάριος και η μικρότερη, η Ελένη.

Η Νίτσα ήταν το πρώτο παιδί που απέκτησαν ο Δημήτρης και η Ευανθία. Ήταν αρκετά μεγάλη πλέον, ώστε να βοηθάει την μάνα της στις δουλειές του σπιτιού. Αμέσως μετά απέκτησαν τον Νίκο και λίγο αργότερα τον Μάριο. Τα δύο αγόρια της οικογένειας έμοιαζαν πολύ στον πατέρα τους. Ήταν αρκετά εργατικοί και πρόθυμοι και οι δύο, και άριστα  αναθρεμμένοι. Λίγα χρόνια αργότερα, με έκπληξη η Ευανθία ανακάλυψε ότι ήταν  και πάλι έγκυος και ύστερα από εννιά μήνες η οικογένεια υποδέχτηκε με χαρά το καινούριο τους μέλος, την Ελενίτσα. Η Ελένη ήταν ένα γλυκύτατο κορίτσι. Οι δύο κοπέλες έμοιαζαν αρκετά στην μητέρα τους. Η Νίτσα είχε κληρονομήσει την δυναμικότητα της μάνας της, αλλά η Ελένη είχε πάρει από τον πατέρα της το μεγαλύτερό της όπλο, αυτό που την γλύτωνε από κάθε είδους σκανταλιά, την τρυφερότητα και την γλυκύτητα που την χαρακτήριζαν. Από την άλλη πλευρά, τα δύο αγόρια είχαν πάρει από τον πατέρα τους κάποια χαρακτηριστικά από την εμφάνισή του και  κάποια από την συμπεριφορά του. Ο Δημήτρης, για τον Νίκο και τον Μάριο, αποτελούσε παράδειγμα προς μίμηση, γι’ αυτό κιόλας οι δυο μικρότεροι εμφάνιζαν κοινά χαρακτηριστικά με τον πατέρα.

Καθώς περπατούσε η Ευανθία σκεφτόταν όσα είχε συζητήσει προηγουμένως με τον άνδρα της και τις σκέψεις που είχαν κατακλύσει το μυαλό της. Έτσι, χωρίς να καταλάβει πόσο γρήγορα είχε περάσει η ώρα, έφτασε κιόλας στην πλατεία. Νιώθοντας μια αναπάντεχη ανακούφιση και παράλληλα μια ιδιαίτερη χαρά που όλα τα παιδιά της ήταν εκεί, φώναξε:

«Νίτσα! Ώρα για φαγητό! Φώναξε και τους υπόλοιπους και ελάτε γρήγορα σπίτι! Μην αργήσετε!»

«Εντάξει, μάνα! Ερχόμαστε», ανταπέδωσε η Νίτσα.

Μία ώρα αργότερα είχαν φάει και είχαν ήδη μαζέψει το τραπέζι. Το κλίμα στο σπίτι ήταν αρκετά εύθυμο. Τα παιδιά μιλούσαν για τις πλάκες  που σκαρφίστηκαν μέσα στα παιχνίδια τους το πρωί. Ο Δημήτρης, πιο ξεκούραστος από πριν, ανακάτεψε τα μαλλιά του Μάριου, λέγοντάς του,
«Κι εσύ, βρε τέρας; Τι έκανες σήμερα; Ποιον καημένο περιέλαβες πάλι;»
Όλοι περίμεναν την απάντηση του και η σιωπή του ήταν αυτή που πρόδωσε το μυστικό του. Δεν μπορούσε ποτέ να πει ψέματα. Όλη η οικογένεια άρχισε να γελάει, καθώς ο Μάριος είχε κοκκινίσει από την προσπάθειά του να μην πει κουβέντα.

Το απόγευμα η Νίτσα μαζί με την μάνα της τακτοποίησαν το σπίτι, ο Νίκος πήγε να βοηθήσει τον πατέρα του στην βάρκα και ο Μάριος πρόσεχε την Ελένη που ήθελε να βγουν έξω στην αυλή. 

Κάποια στιγμή η Ευανθία άκουσε την Νίτσα να της μιλά:
«Μάνα, είσαι καλά σήμερα; Ανήσυχη σε βρίσκω».

«Η αλήθεια είναι…»

Η Ευανθία έκοψε την φράση της στη μέση. Από τη μια ήξερε ότι ήταν αρκετά μεγάλη, ώστε να μπορεί να της μιλήσει και να συζητήσει μαζί της, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να τη φοβίσει για κάτι που δεν είχε ειπωθεί απόλυτα μέχρι τότε.

«Δεν είναι τίποτε, μην ρωτάς», της απάντησε τελικά.

«Μήπως θες να τα πούμε λιγάκι; Αφού σε κόβω πως δεν είσαι καλά!»

«Κοίτα να τελειώνεις με τις δουλειές σου κι άσε τις ψυχαναλύσεις. Όταν τελειώσεις μ’ αυτά, να περάσεις από τη θεία σου• ρωτούσε για σένα σήμερα».

Η Νίτσα δεν είχε πλέον όρεξη να συνεχίσει τις προσπάθειες ούτε να μάθει τι την ήθελε η θεία της. Έτσι κι αλλιώς θα μάθαινε σε λίγο, οπότε απάντησε ένα ξερό «καλά».
Δύο ώρες αργότερα, όταν η Νίτσα έφυγε για να πάει στη θεία της, η κατάσταση δεν είχε αλλάξει. Όλα φαίνονταν ίδια. Αντίθετα, η καχυποψία και η ανησυχία της Ευανθίας είχαν αρχίσει να γίνονται εντονότερες και να φορτίζουν συνεχώς τη σκέψη της. Κάτι θα γινόταν, ήταν σίγουρη γι’ αυτό.  

Ο Δημήτρης, που μόλις είχε φτάσει με τον Νίκο, πρόλαβε να δει την έκφραση στο πρόσωπο της γυναίκας του. Αφού την πληροφόρησε για να την ηρεμήσει ότι τίποτα κακό δεν είχε ακουστεί, κάθισε μαζί με τον μικρό να φάνε. Η Ευανθία τους έστρωσε και μετά βγήκε έξω να πάρει καθαρό αέρα. Άρχισε να κοιτάει γύρω σαν να έψαχνε κάτι. Δεν έψαχνε όμως τίποτα, ήταν μια κίνηση μηχανική.

Κοίταξε το γειτονικό σπίτι και είδε τη γειτόνισσα στο βεραντάκι της.

«Βρε, καλώς την!!! Τι κάνεις, Ευανθία; Δεν σε είδα όλη μέρα, πώς είναι τα παιδιά σου; Ο άνδρας σου;»

Όχου, όρεξη που την έχει για  κουτσομπολιό, συλλογίστηκε.
«Καλησπέρα, βρε Βασιλεία, καλά είμαστε όλοι, δόξα τω Θεώ. Εσείς; Πώς είστε;», απάντησε τελικά.

«Καλά, μωρέ, όπως τα ξέρεις. Αλλά τι να το κάνεις; H ανησυχία και η δυσκολία δεν μας αφήνουν να ηρεμήσουμε. Συνεχώς η ίδια κουβέντα. Καθόμαστε συνέχεια σε αναμμένα κάρβουνα».

«Παντού, βρε Βασιλεία, παντού. Και πολύ φοβάμαι ότι αυτή τη φορά τα πράγματα δεν ευνοούν εμάς, αλλά τους άλλους».

Προσπάθησε να αποφύγει τη συνέχιση της κουβέντας, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε τίποτε άλλο παρά να μείνει μόνη της, να θαυμάσει και να αφουγκραστεί τον τόπο της. Έτσι, προφασίστηκε πως έχει να μαζέψει και να πλύνει τα πιάτα. Το επόμενο λεπτό η Ευανθία βρισκόταν μέσα στο σπίτι.

Είχε περάσει η ώρα. Ο Δημήτρης και τα παιδιά είχαν πάει για ύπνο. Η Ευανθία έμεινε για να αποτελειώσει κάτι τελευταίες δουλειές και τώρα ήταν ώρα κι εκείνη  να ξεκουραστεί.

Ήταν μια κουραστική μέρα, σκέφτηκε. Δεν μπορώ όμως να κοιμηθώ, ανησυχώ. Αλλά σε τι θα με ωφελήσει να μείνω ξάγρυπνη όλο το βράδυ; Μπας και θα μπορέσω να τους σταματήσω μόνη μου, αν χρειαστεί; Ας πάω καλύτερα να κοιμηθώ, να είμαι ξεκούραστη αύριο. 

Πριν κλείσει τα μάτια της για να κοιμηθεί, τη διαπέρασε ένα κύμα σιγουριάς και υπερηφάνειας. Ήταν σίγουρη για τον εαυτό της και αποφάσισε ότι, αν χρειαστεί, εκείνη τη στιγμή, θα υπερισχύσει η λογική και όχι ο φόβος της. Και βέβαια ήταν περήφανη για την γενιά της, την οικογένειά της και αναμφίβολα για τον τόπο της. Στενοχωρήθηκε που τα παιδιά της μπορεί να μην προλάβαιναν να ζήσουν την ζωή που αξιώθηκε να ζήσει εκείνη και τα αγαθά που και η ίδια απόλαυσε. Ο τόπος αυτός ήταν ιδιαίτερα σημαντικός για κείνη. 

Εδώ γεννήθηκα και έχτισα την ζωή μου, την οικογένειά μου, αναλογίστηκε.
Έπειτα, χάιδεψε τα μαλλιά του Δημήτρη, τον φίλησε και έκλεισε τα μάτια της, ώστε να μπορέσει να παρασυρθεί από την γλυκιά ηδονή του ύπνου και να περιπλανηθεί στον όμορφο κόσμο των ονείρων της.

ΕΠΌΜΕΝΟ ΠΡΩΙ

«Θεέ μου, Δημήτρη, ξύπνα! Γρήγορα!!! Πρέπει να φύγουμε, ακούς;».
Η Ευανθία ξύπνησε μ’ έναν διαφορετικό τρόπο σήμερα. Πιο ενοχλητικό από τον ήχο του κόκορα, πιο εκκωφαντικό από τις πρωινές συζητήσεις των φιλενάδων, όταν συναντιόντουσαν για να απαριθμήσουν τα νέα τους, και σίγουρα, ήταν ένας τρομακτικός ήχος που θα αποτυπωνόταν και θα χαρασσόταν για πάντα στη μνήμη της, όπως κανένας άλλος στην ζωή της: φωνές, κανόνια, σειρήνες, ποδοβολητά.
Αυτό που τόσο φοβόταν τελικά ήρθε. Σηκώθηκε σαν σίφουνας από το κρεβάτι της και όρμησε προς τα παράθυρα για να δει τι γινόταν έξω. Στο αντίκρισμα της εικόνας των τρομαγμένων προσώπων να προσπαθούν να βρουν απελπισμένα έναν τρόπο διαφυγής, η ίδια λύγισε. Την διαπέρασε ένα καυτό ρεύμα πανικού. Καθώς στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχαν περιθώρια για χάσιμο χρόνου, άρχισε αμέσως να φωνάζει, τρέχοντας προς την κουζίνα για να ξυπνήσουν όλοι. Έψαξε στα ντουλάπια της κουζίνας και άρπαξε αμέσως μπόγους, τσάντες και οτιδήποτε άλλο της φαινόταν χρήσιμο προκειμένου να κουβαλήσουν τα αναγκαία. Οι σκέψεις της διαδέχονταν η μία την άλλη μέσα στο κεφάλι της, όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο βίαια, σαν να μάχονταν η μια με την άλλη. Το σώμα της είχε πάρει φωτιά από την ταχύτητα των κινήσεών της. Προσπαθούσε να αξιοποιήσει το κάθε δευτερόλεπτο που διέθετε, σαν να γνώριζε ότι αυτό ήταν και το τελευταίο της. 

Παράλληλα, και οι υπόλοιποι μέσα στο σπίτι είχαν συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το σοκ που υπέστησαν, με το αντίκρισμα της πρώτης εικόνας, είχε πλέον δώσει την θέση του σ’ έναν πανίσχυρο παράγοντα που κυριεύει τον άνθρωπο στις πιο ακραίες καταστάσεις το ένστικτο της επιβίωσης. 

Μέσα σε δευτερόλεπτα η οικογένεια είχε μαζέψει τα απαραίτητα αγαθά που θα τους παρείχαν μεγαλύτερη άνεση στην δυστυχία τους, φαγητό, χρήματα, λίρες και κοσμήματα, καθώς και κάποια ρούχα. Ορμώντας έξω από το σπίτι, χωρίς δεύτερη σκέψη, ένα νέο κύμα τρόμου ήρθε να πάρει τη θέση του. Παντού πανικόβλητοι άνθρωποι έτρεχαν προς την ίδια κατεύθυνση, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας. Την ίδια στιγμή αποκρουστικοί ήχοι από πυροβολισμούς έσχιζαν τον αέρα από ολόγυρα. Ο καπνός από τα καμένα σπίτια και τα εκρηκτικά είχε πλέον καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του ουρανού, προσδίδοντάς του ένα καφέ χρώμα, το οποίο προμηνούσε τον όλεθρο. Αυτό το καφέ στρώμα βίας και πόνου ερχόταν σε ρήξη με τις μικρές, αθώες ηλιαχτίδες του ήλιου, που πριν από λίγο είχαν εμφανιστεί στον ουρανό. Το μίσος, όμως, υπερίσχυσε της ζωής.

Όλοι μαζί έτρεχαν συνέχεια, χωρίς να διανοηθούν να κοιτάξουν πίσω τους, ήταν μάταιο άλλωστε. Επεδίωκαν να φτάσουν στο λιμάνι. Από εκεί θα τρύπωναν σε μια βάρκα μαζί με τους υπόλοιπους διωκόμενους και θα μεταφέρονταν στα γειτονικά νησιά, εκεί όπου δεν θα διέτρεχαν πλέον κανένα κίνδυνο, στην Χίο, την Λέσβο και ίσως και την Σάμο. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσαν να κάνουν για να σώσουν τις ζωές τους. Δεν είχαν, άλλωστε, άλλη επιλογή.

Φτάνοντας, λοιπόν, στο λιμάνι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια κτηνώδη τραγωδία που διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια τους. Η λαίλαπα των τούρκικων στρατευμάτων σάρωνε τους πανικόβλητους ανθρώπους. Απάνθρωπες ενέργειες σε βάρος των μεταναστών εκτελούνταν η μία μετά την άλλη• δίχως αναστολές.

Η Ευανθία σάρωσε μέσα σε δευτερόλεπτα το λιμάνι, ώστε να μπορέσει να βρει ένα μέσο για να φύγουν από αυτήν την κόλαση. Αμέσως εντόπισε μια βάρκα που, για καλή τους τύχη, δεν είχε γεμίσει ακόμη. Ήξερε, βέβαια, ότι οι κενές θέσεις δεν θα υπήρχαν για πολύ, αφού όλοι αγωνίζονταν εκείνη τη στιγμή για το ίδιο πράγμα, να αποδράσουν από την φυλακή τους. 

«Γρήγορα, ακολουθήστε με! Σ’ εκείνη εκεί τη βάρκα!!! Υπάρχουν ακόμη κενές θέσεις».
Δεν υπήρξε απάντηση. Κανείς εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να μιλήσει. Ήξεραν ότι είχε δίκιο και τι έπρεπε να κάνουν. Κι αυτό έκαναν. Την ακολούθησαν και έφτασαν στην βάρκα σύντομα. 

Ξαφνικά οι φωνές και τα κλάματα, που προηγουμένως ακούγονταν από απόσταση, σε μικρό χρονικό διάστημα είχαν φτάσει πολύ κοντά τους, το ίδιο και οι κρότοι και οι απανωτοί πυροβολισμοί. 

Πρέπει να βιαστούμε! 

Ο Δημήτρης άρπαξε τα παιδιά και τα έβαλε αμέσως μέσα στην βάρκα. Έπειτα, μπήκε κι εκείνος για να μπορέσει να τοποθετήσει τα πράγματα που του έδινε η Ευανθία απέξω, με τέτοιο τρόπο, ώστε να χωρέσει να καθίσει κι εκείνη στη βάρκα.
Η βάρκα είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται σιγά από την αποβάθρα του λιμανιού. Ο Δημήτρης τοποθέτησε την τελευταία τσάντα κάτω και άπλωσε το χέρι του, χωρίς να έχει γυρίσει ακόμη το κεφάλι του, στην Ευανθία για να την βοηθήσει να μπει. Όταν γύρισε το βλέμμα του, πάγωσε...

«ΕΥΑΝΘΙΑ, ΠΡΟΣΕΧΕ!!! ΤΡΕΞΕ! Πιάσε το χέρι μου…»


«Και τελικά, τι έγινε; Τι απέγινε η Ευανθία;», αναρωτήθηκε η μικρή Εύα, η οποία μόλις είχε ακούσει για πρώτη φορά την ιστορία της προγιαγιάς της και του πρόπαππού της.
«Δεν ξέρει κανένας να μας πει σίγουρα. Τα παιδιά έφτασαν με ασφάλεια εδώ στην Λέσβο και έχτισαν την δική τους ζωή, προσπαθώντας να επουλώσουν τα τραύματα που τους προξένησε αυτή η τραγική εμπειρία. Ο Δημήτρης, στα μέσα της διαδρομής χωρίς να το σκεφτεί, πήδηξε σε μια βάρκα που γύριζε πίσω, ευελπιστώντας πως θα μπορέσει να βρει και να σώσει την γυναίκα του. Κανείς, όμως, δεν έμαθε τι απέγιναν, κι αν τα κατάφεραν...»

Η μικρή Εύα είχε μείνει έκπληκτη από την ιστορία της οικογένειάς της. Ήταν υπερήφανη για την ανακάλυψη των φωτογραφιών αυτών και, χωρίς αμφιβολία, για την αποκάλυψη του μυστικού τους.

Ώστε αυτή είναι η ιστορία των φωτογραφιών του μπαούλου, σκέφτηκε.