Το ούζο Βαρβαγιάννη στη εφημερίδα «Το Βήμα»


Το ούζο ελπίζει στις εξαγωγές

Η εταιρεία αλκοολούχων παραμένει κερδοφόρος και κάνει επενδύσεις σε νέα γραμμή παραγωγής


Για πολλές δεκαετίες το ούζο ήταν - και παραμένει - το σημείο αναφοράς της ελληνικής ποτοποιίας. Σχεδόν σε όλη την ιστορική διαδρομή της, από τα μέσα του 19ου αιώνα. Κι όχι μόνο στην ελληνική αγορά, αλλά κυρίως στις ευρωπαϊκές αγορές, στις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη και στην Αυστραλία. Πολλές περιοχές της ελληνικής επικράτειας μπορούν να διεκδικήσουν την πατρότητα του ούζου, αλλά τουλάχιστον μία τη διεκδικεί με αξιώσεις. Πρόκειται για τη Λέσβο.

Η ιστορικότητα του κλάδου στο νησί είναι προφανής από την εν λειτουργία παλαιότερη ποτοποιία της. Την ποτοποιία Βαρβαγιάννη. Τη μία εκ των δύο παλαιότερων ποτοποιείων της ελληνικής αγοράς, που λειτουργούν ακόμη. Και μόνο το γεγονός ότι στη Λέσβο οι 16 ποτοποιίες που λειτουργούν σήμερα καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% της συνολικής ελληνικής παραγωγής ούζου δίνει στο νησί όχι μόνο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, αλλά και μεγάλο ειδικό βάρος στα της αγοράς του ούζου.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε ο Στάθης Βαρβαγιάννης βρέθηκε στη Λέσβο, ως και σήμερα που η πέμπτη γενιά βρίσκεται επικεφαλής της ιστορικής ποτοποιίας, διατήρησε τον οικογενειακό χαρακτήρα της. Και σε εποχές που σάρωναν την αγορά των αλκοολούχων ποτών ξένοι πολυεθνικοί γίγαντες ζητώντας να εξαγοράσουν εταιρείες, η οικογένεια Βαρβαγιάννη αρνήθηκε. Και ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πέρυσι, στη διάρκεια του 2012, η μικρή λεσβιακή ποτοποιία σημείωσε αύξηση πωλήσεων!

Είναι γνωστό ότι το ούζο στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων έχασε περίπου το 40% των πωλήσεών του. Η εσωτερική αγορά συρρικνώθηκε δραματικά και αν ληφθεί υπόψη και η φορολογική επιβάρυνση από το 2010 και εντεύθεν, είναι προφανές ότι οι μονάδες του κλάδου βρίσκονται στην «κόκκινη ζώνη».  

Η ιστορική ποτοποιία, όπως λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Στάθης Βαρβαγιάννης, επικεφαλής της σήμερα και συνονόματος του ιδρυτή της, στη διάρκεια του 2012 οι πωλήσεις εταιρείας ανήλθαν περί τα 2 εκατ. ευρώ και ήταν αυξημένες έναντι του 2011 κατά 4%. Πρόκειται, όπως επισημαίνει, για τη μοναδική εταιρεία στον κλάδο των αλκοολούχων ποτών που πέρυσι σημείωσε αύξηση πωλήσεων. «Η εταιρεία παραμένει κερδοφόρος και κάνουμε επενδύσεις σε νέα γραμμή παραγωγής» συμπληρώνει.

Παράλληλα διατηρεί σταθερά τον εξαγωγικό προσανατολισμό της. Περί το 18% των συνολικών της πωλήσεων προέρχεται από την εξαγωγική της δραστηριότητα. Ο κ. Βαρβαγιάννης σημειώνει ότι εξάγει το ομώνυμο ούζο «στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Κύπρο, στη Βουλγαρία, στη Γαλλία, και η Γερμανία για μας είναι μια πολύ καλή αγορά. όπου συνεργαζόμαστε με ελληνικά εστιατόρια. Ακόμη, η Ουγγαρία, η Ιταλία, ενώ πολύ σημαντική αγορά αναδεικνύεται η Νότια Αφρική».  

Η τρομακτική φορολογία με την οποία επιβαρύνθηκε το ούζο στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων, εκτός από τις καταστροφικές συνέπειες που είχε στην κατανάλωση, οδήγησε στην αθρόα λαθραία εισαγωγή απομιμήσεων τσίπουρου και ούζου από διάφορες βαλκανικές χώρες - «νύχτα με νταλίκες φέρνουν ολόκληρα βυτία» λέει χαρακτηριστικά ο κ. Βαρβαγιάννης, ο οποίος είναι και πρόεδρος του Συνδέσμου Ποτοποιών και Αποσταγματοποιών της Λέσβου - με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει η περιοχή της Βορείου Ελλάδος - και όχι μόνο - με φθηνό και εξαιρετικά υποβαθμισμένο προϊόν, το οποίο εκ των πραγμάτων ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό «κανιβαλίζοντας» ένα από τα πιο παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα (όπως επίσης και το εμφιαλωμένο τσίπουρο).

Από την άλλη πλευρά, η υπερβάλλουσα φορολογία συνεχίζει να συρρικνώνει την αγορά. Σε διάστημα 16 μηνών ο ειδικός φόρος κατανάλωσης αυξήθηκε κατά 123%, ενώ ο ΦΠΑ επιβάλλεται επί όλων των φόρων των αλκοολούχων ποτών - «στη συσκευασία των 700ml το 50% της λιανικής τιμής είναι φόρος, περίπου 3,5 με 4 ευρώ» τονίζει ο κ. Βαρβαγιάννης. Το παράλογο στην προκειμένη περίπτωση είναι ο χρόνος απόδοσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Με βάση την ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να αποδοθεί σε διάστημα 25 ημερών, ενώ «η αγορά πληρώνει στους τέσσερις μήνες και φυσικά δεν γίνεται λόγος για τραπεζικό δανεισμό» λέει ο ίδιος. Αλλά η υποχρέωση του Δημοσίου, που είναι η επιστροφή του ΦΠΑ στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, καθυστερεί επί μακρόν.



Από τον Σουλτάνο ως τη σύγχρονη βιοτεχνία  

Η ιστορική διαδρομή της οικογενειακής ποτοποιίας που πέρασε στα χέρια της πέμπτης γενιάς

Η ιστορία της ποτοποιίας Βαρβαγιάννη αρχίζει το 1859, όταν ο Στάθης Βαρβαγιάννης,γεννημένος το 1805 και καταγόμενος από τις Κυκλάδες, εγκαθίσταται στο Πλωμάρι της Λέσβου, προερχόμενος από την Οδησσό. Τότε το Πλωμάρι ήταν μια πόλη στη βιομηχανική ακμή της κι εκτός των άλλων διέθετε αμπελώνες, ενώ ο γλυκάνισος ήταν αυτοφυής στην περιοχή. Το λιμάνι έσφυζε από ζωή και πολλά προϊόντα ταξίδευαν σε πολλά μέρη του κόσμου. Γρήγορα το ούζο του Βαρβαγιάννη απέκτησε τέτοια φήμη που από τον οίκο Βαρβαγιάννη αγόραζε ούζο ο Σουλτάνος, που το προόριζε για το χαρέμι του, πιστεύοντας ότι είχε αναζωογονητικές ιδιότητες στον ανθρώπινο οργανισμό.

Από το 1912 που απελευθερώνεται η Λέσβος και ενσωματώνεται στο ελληνικό κράτος το ούζο αρχίζει να κερδίζει έδαφος και φήμη. Η επιχείρηση από το 1873, όταν που πέθανε ο δημιουργός, περιήλθε στα χέρια της επόμενης γενιάς, του Ιωάννη Βαρβαγιάννη, και από τις αρχές του αιώνα, περί το 1910, στην τρίτη γενιά.

Και όταν συντελέστηκε η Μικρασιατική Καταστροφή και πολλοί πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στη Λέσβο, η μικρή ποτοποιία κέρδισε νέους καταναλωτές. Το ούζο της, σε χύμα μορφή βέβαια, φθάνει ως τη Βηρυτό και την Αλεξάνδρεια. Ο εγγονός του ιδρυτή Στάθης Βαρβαγιάννης έχει αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, που πλέον έχει μετεξελιχθεί σε βιοτεχνία.

Η περίοδος του Μεσοπολέμου είναι η χρυσή εποχή. Απασχολεί προσωπικό περίπου 10 ατόμων και η παραγωγή της κυμαίνεται πια μεταξύ 100.000 και 150.000 οκάδων. Και το ούζο της φθάνει πια σχεδόν σε όλα τα ελληνικά λιμάνια, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα, στην Αλεξανδρούπολη, στη Σύρο.

Στο διάστημα της Κατοχής η βιοτεχνία κλείνει και ανοίγει ξανά το 1945. Ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης, η τέταρτη γενιά, αναλαμβάνει την αναδιοργάνωσή της. Η επιχείρηση εξοπλίζεται με ημιαυτόματο μηχανολογικό εξοπλισμό και τώρα πλέον η έμφαση δίδεται στην εμφιάλωση του ούζου. Στόχος του είναι και πάλι να το βγάλει έξω από τα σύνορα του νησιού και να αποκτήσει ξανά την παλαιά αίγλη του. Πράγματι, το πετυχαίνει και το 1955 κάνει τις πρώτες εξαγωγές του στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών και λίγο αργότερα στη Νότια Αφρική και στην Αυστραλία, όπου δηλαδή υπάρχουν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Η παραγωγή της φθάνει στις 35.000 - 40.000 κιβώτια των 9 λίτρων.

Λίγο αργότερα η ποτοποιία εκσυγχρονίζεται και πάλι. Τοποθετούνται αυτόματα μηχανήματα και η παραγωγή σταδιακά αυξάνεται. Ανοίγει νέες αγορές, τη γερμανική, τη βελγική και τη γαλλική. Ωστόσο η δεκαετία του 1970 για το σύνολο της ελληνικής ποτοποιίας είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Οι πολυεθνικές εταιρείες των ποτών δεν αργούν να εισβάλουν στην ελληνική αγορά. Οι καταναλωτικές συνήθειες αλλάζουν. Τα ξένα αλκοολούχα ποτά κερδίζουν τις προτιμήσεις των καταναλωτών εκτοπίζοντας σιγά-σιγά το ούζο. Αρκετοί ποτοποιοί για να αντέξουν τον ανταγωνισμό, που γίνεται πλέον εξοντωτικός, μειώνουν το κόστος ρίχνοντας και την ποιότητα του προϊόντος. Η ποτοποιία Βαρβαγιάννη αρνείται να αποδεχθεί αυτή τη λύση, γιατί ξέρει ότι η φήμη της βασίζεται στην ποιότητά της.

Τότε στη δεκαετία του 1970 η παραγωγή της σταθεροποιείται στις 300.000 λίτρα ετησίως. Το 1982 η προσωπική εταιρεία μετατρέπεται σε ΕΠΕ και καθ' όλη τη δεκαετία κατορθώνει να αντέξει στον ανταγωνισμό. Το 1986 αποβιώνει ο Ιωάννης Βαρβαγιάννης και η επιχείρηση περνάει στην πέμπτη γενιά, με επικεφαλής της τον κ. Στάθη Βαρβαγιάννη. Στη δεκαετία του 1990 η ποτοποιία κερδίζει νέο έδαφος. Η παραγωγή της κυμαίνεται πλέον στις 400.000 - 450.000 λίτρα, ενώ απασχολεί περί τους 17 εργαζομένους παραμένοντας μια μικρή βιοτεχνία.