Από την αθλητική βία και τους ψευτοπαληκαράδες των γηπέδων στη βία της πλατείας και των πεζοδρομίων
Άρθρο του Μιχάλη Μπάκα στο aplotaria.gr
Βρέθηκα και εγώ την Κυριακή στις κερκίδες του γηπέδου της Μυτιλήνης να παρακολουθήσω την προσπάθεια της ομάδας της Γέρας στο μπάσκετ απέναντι στην ιστορική ομάδα του Παπάγου.
Το γήπεδο ήταν γεμάτο και ο ενθουσιασμός μεγάλος καθώς η ομάδα παλεύει για την άνοδο της στην Β' Εθνική κατηγορία. Το παιχνίδι ξεκίνησε πολύ καλά για την ομάδα μας, η διαφορά για την ομάδα της Γέρας έφτασε και τους 18 πόντους μέχρι στις αρχές της τελευταίας περιόδου, όπου κάποια λάθη στην επίθεση, ένας τραυματισμός, η αποβολή ενός σημαντικού μας παίκτη και λάθη διαιτητών, έφεραν αναταραχή και εκνευρισμό στην ομάδα και κινδυνεύσαμε στο τέλος να χάσουμε ένα σίγουρο παιχνίδι. Κατά την αποβολή με 5ο φάουλ ενός παίκτη μας, δημιουργήθηκε έντονος εκνευρισμός στην κερκίδα, δεχθήκαμε μια τεχνική ποινή, ακούστηκαν πολλές βρισιές σε αντιπάλους και διαιτητή, φτάσαμε μάλιστα να εκτοξευτεί και ένα μπουκάλι στον αγωνιστικό χώρο. Όσοι στοιχειωδώς ξέρουν λίγα πράγματα από μπάσκετ γνωρίζουν ότι όταν βρίσκεσαι μπροστά στο σκορ τα επεισόδια και οι φασαρίες ευνοούν τον αντίπαλο. Για τους παλιούς αξέχαστο είναι το παιχνίδι του Αρη με τη Μακάμπι στον ημιτελικό του Μονάχου το '89 όταν μετά από 5λεπτη διακοπή του αγώνα λόγω επεισοδίων, ο Άρης έχασε το ρυθμό του και ενώ ήταν μπροστά με 6 πόντους τελικά έχασε το παιχνίδι 99-86. Για την ιστορία η Γέρα κέρδισε τελικά δύσκολα τον κυριακάτικο αγώνα.
Ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει αθλητική ή μη «χρησιμότητα» των επεισοδίων, είναι ανεπίτρεπτο στην κοινωνία μας (ή τουλάχιστον μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν) το να βρίζεις κάποιον ή ακόμα και του να τους πετάς μπουκάλια με νερό, κάτι που στα ελληνικά γήπεδα θεωρείται φυσιολογικό. Όσοι έχουν παρακολουθήσει αγώνες ποδοσφαίρου σε τοπική κατηγορία θυμούνται τους χαρακτηριστικούς τύπους που υπάρχουν σε όλα τα γήπεδα που βρίζουν, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό τους αντιπάλους, δίπλα από τις γραμμές, ενώ με τη λήξη του αγώνα κρύβονται πίσω από τον όχλο σε περίπτωση που δικαίως κάποιος αθλητής έρθει και τους ζητήσει το λόγο. Ο βραδινός τελικός του μπάσκετ ανάμεσα στους αιωνίους αντιπάλους ολοκλήρωσε την εικόνα της γηπεδικής βίας με μια φωτοβολίδα να τραυματίζει έναν παίκτη ενώ μαχαιριά δέχτηκε ένας άλλος, είδαμε εισβολή οπαδών στον αγωνιστικό χώρο με την αστυνομία να παρακολουθεί τα γεγονότα και στο τέλος σε ένα άδειο γήπεδο χωρίς θεατές, ο νικητής να πανηγυρίζει και ο χαμένος να διαμαρτύρεται για τη διαιτησία.
Ως μαθητής στην Καλαμάτα, δεν είχα πάει ποτέ στο γήπεδο με τον πατέρα μου, και αυτός για να με απομακρύνει από το ποδόσφαιρο μου είχε αγοράσει διαρκείας εισιτήριο στην ομάδα του Μεσσηνιακού στο βόλεϊ, που μεσουρανούσε τότε στην Α Εθνική. Παρόλαυτα ακόμα και στο βόλεϊ το οπαδικό ένστικτο μου είχε εκδηλωθεί, συμμετείχα στην κερκίδα υποστηρίζοντας την ομάδα, και ως «συνεπής οπαδός-κάφρος» της ομάδας σε κάποια στιγμή που θεωρούσαμε ότι αδικηθήκαμε σήκωσα το χέρι μου για να πετάξω ένα κέρμα στον διαιτητή. Τη στιγμή εκείνη το χέρι μου το άρπαξε ένας φίλαθλος που καθόταν πίσω μου. Πάγωσα πραγματικά και ντράπηκα καθώς ο πενηντάρης κύριος, που θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου, μου φώναξε «Τι πας να κάνεις;;;». Όπως καταλαβαίνετε, αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία έκφανση της χουλιγκανικης πλευράς μου.
Από τότε, αν και φίλος του Ολυμπιακού, έχω παρακολουθήσει μόνο 2 φορές την ομάδα μου, το καλοκαίρι του 92 απέναντι στον Αιολικό και μια φορά απέναντι στον Αρη και τις δύο φορές στο τέλος υποστήριζα τους αντιπάλους. Και αυτό γιατί το ‘92 βρέθηκα σε ένα γήπεδο που το 90% των Μυτιληνιών έβριζε τους παίκτες του Αιολικού, φοβούμενοι μην τραυματίσουν τους ακριβοπληρωμένους αστέρες του «θρύλου», ενώ στον αγώνα με τον Αρη το 2000 οι μεταφερόμενοι κάφροι από την Αθήνα έκαψαν ένα αυτοκίνητο Μυτιληνιού, χωρίς λόγο και αιτία, ενώ κατά τη διάρκεια του αγώνα, απαντώντας στην έκκληση ενός παππού να κάτσει κάτω για να δει τον αγώνα ένας κάφρος-οπαδός του Ολυμπιακού του απάντησε ότι «δεν ήρθαμε στο γήπεδο παππού για να δούμε τον αγώνα, όποιος θέλει να δει τον αγώνα να τον βλέπει από την τηλεόραση στο σπίτι του».
Ο αθλητισμός στην Ελλάδα βουλιάζει και η κρίση επιταχύνει το φαινόμενο. Όσο συντηρούνται οι στρατοί των οπαδών, και οι ομάδες και οι διοικήσεις τους διατηρούν τη διαπλοκή τους με την εξουσία αυτά τα φαινόμενα θα επαναλαμβάνονται και θα εντείνονται. Από την άλλη πλευρά όσο η βία γίνεται κομμάτι της καθημερινότητας μας σε όλες τις πλευρές της, και για κάποιους (από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά) αυτό θεωρείται θεμιτό και ανεκτό στα πλαίσια της κοινωνικής αγανάκτησης, τα φαινόμενα βίας θα εξαπλώνονται και θα εντείνονται χωρίς μέτρο. Και τους ψευτοπαλληκαράδες της κερκίδας θα τους δούμε στα πεζοδρόμια και τις πλατειές μας. Και σε ένα τέτοιο παιχνίδι βίας, νικητής είναι ο πιο ρωμαλέος και χαμένη είναι σίγουρα η δημοκρατία και η κοινωνική μας συνοχή...
Βρέθηκα και εγώ την Κυριακή στις κερκίδες του γηπέδου της Μυτιλήνης να παρακολουθήσω την προσπάθεια της ομάδας της Γέρας στο μπάσκετ απέναντι στην ιστορική ομάδα του Παπάγου.
Το γήπεδο ήταν γεμάτο και ο ενθουσιασμός μεγάλος καθώς η ομάδα παλεύει για την άνοδο της στην Β' Εθνική κατηγορία. Το παιχνίδι ξεκίνησε πολύ καλά για την ομάδα μας, η διαφορά για την ομάδα της Γέρας έφτασε και τους 18 πόντους μέχρι στις αρχές της τελευταίας περιόδου, όπου κάποια λάθη στην επίθεση, ένας τραυματισμός, η αποβολή ενός σημαντικού μας παίκτη και λάθη διαιτητών, έφεραν αναταραχή και εκνευρισμό στην ομάδα και κινδυνεύσαμε στο τέλος να χάσουμε ένα σίγουρο παιχνίδι. Κατά την αποβολή με 5ο φάουλ ενός παίκτη μας, δημιουργήθηκε έντονος εκνευρισμός στην κερκίδα, δεχθήκαμε μια τεχνική ποινή, ακούστηκαν πολλές βρισιές σε αντιπάλους και διαιτητή, φτάσαμε μάλιστα να εκτοξευτεί και ένα μπουκάλι στον αγωνιστικό χώρο. Όσοι στοιχειωδώς ξέρουν λίγα πράγματα από μπάσκετ γνωρίζουν ότι όταν βρίσκεσαι μπροστά στο σκορ τα επεισόδια και οι φασαρίες ευνοούν τον αντίπαλο. Για τους παλιούς αξέχαστο είναι το παιχνίδι του Αρη με τη Μακάμπι στον ημιτελικό του Μονάχου το '89 όταν μετά από 5λεπτη διακοπή του αγώνα λόγω επεισοδίων, ο Άρης έχασε το ρυθμό του και ενώ ήταν μπροστά με 6 πόντους τελικά έχασε το παιχνίδι 99-86. Για την ιστορία η Γέρα κέρδισε τελικά δύσκολα τον κυριακάτικο αγώνα.
Ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει αθλητική ή μη «χρησιμότητα» των επεισοδίων, είναι ανεπίτρεπτο στην κοινωνία μας (ή τουλάχιστον μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν) το να βρίζεις κάποιον ή ακόμα και του να τους πετάς μπουκάλια με νερό, κάτι που στα ελληνικά γήπεδα θεωρείται φυσιολογικό. Όσοι έχουν παρακολουθήσει αγώνες ποδοσφαίρου σε τοπική κατηγορία θυμούνται τους χαρακτηριστικούς τύπους που υπάρχουν σε όλα τα γήπεδα που βρίζουν, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό τους αντιπάλους, δίπλα από τις γραμμές, ενώ με τη λήξη του αγώνα κρύβονται πίσω από τον όχλο σε περίπτωση που δικαίως κάποιος αθλητής έρθει και τους ζητήσει το λόγο. Ο βραδινός τελικός του μπάσκετ ανάμεσα στους αιωνίους αντιπάλους ολοκλήρωσε την εικόνα της γηπεδικής βίας με μια φωτοβολίδα να τραυματίζει έναν παίκτη ενώ μαχαιριά δέχτηκε ένας άλλος, είδαμε εισβολή οπαδών στον αγωνιστικό χώρο με την αστυνομία να παρακολουθεί τα γεγονότα και στο τέλος σε ένα άδειο γήπεδο χωρίς θεατές, ο νικητής να πανηγυρίζει και ο χαμένος να διαμαρτύρεται για τη διαιτησία.
Ως μαθητής στην Καλαμάτα, δεν είχα πάει ποτέ στο γήπεδο με τον πατέρα μου, και αυτός για να με απομακρύνει από το ποδόσφαιρο μου είχε αγοράσει διαρκείας εισιτήριο στην ομάδα του Μεσσηνιακού στο βόλεϊ, που μεσουρανούσε τότε στην Α Εθνική. Παρόλαυτα ακόμα και στο βόλεϊ το οπαδικό ένστικτο μου είχε εκδηλωθεί, συμμετείχα στην κερκίδα υποστηρίζοντας την ομάδα, και ως «συνεπής οπαδός-κάφρος» της ομάδας σε κάποια στιγμή που θεωρούσαμε ότι αδικηθήκαμε σήκωσα το χέρι μου για να πετάξω ένα κέρμα στον διαιτητή. Τη στιγμή εκείνη το χέρι μου το άρπαξε ένας φίλαθλος που καθόταν πίσω μου. Πάγωσα πραγματικά και ντράπηκα καθώς ο πενηντάρης κύριος, που θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μου, μου φώναξε «Τι πας να κάνεις;;;». Όπως καταλαβαίνετε, αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία έκφανση της χουλιγκανικης πλευράς μου.
Από τότε, αν και φίλος του Ολυμπιακού, έχω παρακολουθήσει μόνο 2 φορές την ομάδα μου, το καλοκαίρι του 92 απέναντι στον Αιολικό και μια φορά απέναντι στον Αρη και τις δύο φορές στο τέλος υποστήριζα τους αντιπάλους. Και αυτό γιατί το ‘92 βρέθηκα σε ένα γήπεδο που το 90% των Μυτιληνιών έβριζε τους παίκτες του Αιολικού, φοβούμενοι μην τραυματίσουν τους ακριβοπληρωμένους αστέρες του «θρύλου», ενώ στον αγώνα με τον Αρη το 2000 οι μεταφερόμενοι κάφροι από την Αθήνα έκαψαν ένα αυτοκίνητο Μυτιληνιού, χωρίς λόγο και αιτία, ενώ κατά τη διάρκεια του αγώνα, απαντώντας στην έκκληση ενός παππού να κάτσει κάτω για να δει τον αγώνα ένας κάφρος-οπαδός του Ολυμπιακού του απάντησε ότι «δεν ήρθαμε στο γήπεδο παππού για να δούμε τον αγώνα, όποιος θέλει να δει τον αγώνα να τον βλέπει από την τηλεόραση στο σπίτι του».
Ο αθλητισμός στην Ελλάδα βουλιάζει και η κρίση επιταχύνει το φαινόμενο. Όσο συντηρούνται οι στρατοί των οπαδών, και οι ομάδες και οι διοικήσεις τους διατηρούν τη διαπλοκή τους με την εξουσία αυτά τα φαινόμενα θα επαναλαμβάνονται και θα εντείνονται. Από την άλλη πλευρά όσο η βία γίνεται κομμάτι της καθημερινότητας μας σε όλες τις πλευρές της, και για κάποιους (από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά) αυτό θεωρείται θεμιτό και ανεκτό στα πλαίσια της κοινωνικής αγανάκτησης, τα φαινόμενα βίας θα εξαπλώνονται και θα εντείνονται χωρίς μέτρο. Και τους ψευτοπαλληκαράδες της κερκίδας θα τους δούμε στα πεζοδρόμια και τις πλατειές μας. Και σε ένα τέτοιο παιχνίδι βίας, νικητής είναι ο πιο ρωμαλέος και χαμένη είναι σίγουρα η δημοκρατία και η κοινωνική μας συνοχή...
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ