Μετρήσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε όλη την Ελλάδα
Εντατικές μετρήσεις της
ατμοσφαιρικής ρύπανσης, ξεκίνησαν από χτες σε ολόκληρη την Ελλάδα, όπως
ανακοίνωσε το Ινστιτούτο Περιβάλλοντος του Αστεροσκοπείου Αθηνών
Εντατικές μετρήσεις της σωματιδιακής
και αέριας ρύπανσης, ξεκίνησαν συντονισμένα, από χτες, στο πλαίσιο του
προγράμματος «ΕΣΠΑ–ΘΑΛΗΣ», ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια της Ελλάδας, όπως
ανακοίνωσε το Ινστιτούτο Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του
Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.
Όπως ενημερώνει το ΑΠΕ - ΜΠΕ ο
διευθυντής του Ινστιτούτου, Χάρης Καμπεζίδης, «οι έρευνες, διάρκειας ενός
μηνός, θα είναι επισταμένες και συστηματικές. Δεν θα αφορούν μόνο τις
συγκεντρώσεις, αλλά και τη χημική τους σύσταση –εάν συσσωματώνονται με άλλους
ρύπους και σχηματίζουν νέα προϊόντα».
Η απόφαση αυτή λήφθηκε μετά την
εντυπωσιακή αύξηση του νέφους αιθαλομίχλης, που παρουσιάζεται φέτος στην
περιοχή της πρωτεύουσας και όχι μόνο.
«Ειδικότερα, όταν οι μετεωρολογικές
συνθήκες ευνοούν τον εγκλωβισμό των ρύπων χαμηλά στο έδαφος, η κατάσταση που
δημιουργείται είναι αποπνικτική. Στις περιπτώσεις αυτές, οι συγκεντρώσεις
οργανικού και στοιχειακού άνθρακα, ειδικά τις βραδινές ώρες, είναι 5 με 10
φορές περισσότερες από τις μετρήσεις του Δεκεμβρίου του 2010» επισημαίνει ο κ.
Καμπεζίδης.
«Η ήδη επιβαρημένη από τους ρύπους
ατμόσφαιρα και η υπέρβαση των επιτρεπτών ορίων επιβάλλει αυτή τη συγκριτική
έρευνα» δηλώνει και προσθέτει ότι με δεδομένη την αναμενόμενη πτώση της
θερμοκρασίας και την πιθανότητα εμφάνισης του νέφους της αιθαλομίχλης το
φαινόμενο προσομοιάζει με αυτό του Λονδίνου του 1952, το οποίο στοίχισε
χιλιάδες ανθρώπινες ζωές.
Το πείραμα θα διαρκέσει έως τις 10
Φεβρουαρίου και θα γίνει τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας
και φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός των πηγών και των φυσικοχημικών ιδιοτήτων
των λεπτόκοκκων και υπερλεπτόκοκκων αιωρούμενων σωματιδίων του ατμοσφαιρικού
αερολύματος που επηρεάζουν το κλίμα της Ελλάδας». Σ’ αυτό συμμετέχουν οι ομάδες
Ατμοσφαιρικής Φυσικής και Χημείας των Πανεπιστημίων Αιγαίου (καθηγητής Χ.
Πηλίνης, συντονιστής του προγράμματος), Πατρών (καθηγητής Σ. Πανδής), Κρήτης
(καθηγητής Ν. Μιχαλόπουλος), Ιωαννίνων (επίκουρος καθηγητής Ν. Χατζηαναστασίου)
και των ερευνητικών κέντρων ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» (δρ Κ. Ελευθεριάδης, Διευθυντής
Ερευνών), Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (δρ Ε. Γερασόπουλος, Διευθυντής
Ερευνών) και Georgia Institute of Technology (καθηγητής Α. Νένες).
Στην Αθήνα, το κυρίως τμήμα του
εξοπλισμού μέτρησης θα βρίσκεται στις εγκαταστάσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου
Αθηνών στο Θησείο, ενώ μετρήσεις θα γίνονται επίσης στις εγκαταστάσεις του
ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», στην Αγία Παρασκευή και του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών,
στην Πεντέλη.
Παράλληλες μετρήσεις, για το ίδιο
χρονικό διάστημα, θα πραγματοποιούνται στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις
(Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Ιωάννινα), καθώς και στους απομακρυσμένους
σταθμούς υποβάθρου «Φοινοκαλιά» (Λασίθι, Κρήτη) και «ΝΕΟ Navarino Environmental
Observatory» (Μεσσηνία).
Το πείραμα αναμένεται να δώσει
απαντήσεις σχετικά με την κατανομή των μεγεθών των σωματιδίων, που εκπέμπονται
στην ατμόσφαιρα και τις συγκεντρώσεις τους, ενώ σε σχεδόν πραγματικό χρόνο θα
υπάρχει μια πρώτη εικόνα για τη χημική τους σύσταση και την περιεκτικότητά τους
σε τοξικές και επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία ενώσεις.
Επίσης, θα παρακολουθούνται βασικοί
αέριοι ρύποι, όπως οι πτητικές οργανικές ενώσεις, το μονοξείδιο του άνθρακα, το
διοξείδιο του θείου και τα οξείδια του αζώτου, οι οποίοι επίσης το προηγούμενο
διάστημα σημείωσαν αυξημένα επίπεδα κατά τη διάρκεια των βραδινών ωρών.
Τα στοιχεία που θα προκύψουν θα
καταστήσουν εφικτή την ταυτοποίηση των διαφορετικών πηγών και την εκτίμηση της
συνεισφοράς τους στο συνολικό πρόβλημα της υποβάθμισης της ποιότητας του αέρα,
όπως αυτή οξύνθηκε το τελευταίο διάστημα, υπό τη συνύπαρξη ρύπων από
διαφορετικές πηγές (π.χ. οχήματα, θέρμανση, καύσεις βιομάζας) και τη συνέργεια
των μετεωρολογικών συνθηκών.
Από το κέντρο «Δημόκριτος» ο
διευθυντής Θάνος Στούμπος διευκρινίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος των
μικροσωματιδίων, σε ποσοστό 80-90%, που εκλύονται στην ατμόσφαιρα από την καύση
ξύλων είναι μικρά με διάμετρο 2,5 μικρομέτρων. Αυτό σημαίνει, όπως εξηγεί, ότι
αυτά τα σωματίδια δεν συγκρατιούνται από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, αλλά
εισχωρούν βαθύτερα επηρεάζοντας κεντρικά όργανα. «Οπωσδήποτε» συμπληρώνει ο κ.
Στούμπος «για την εξαγωγή ουσιαστικών συμπερασμάτων απαιτούνται ενδελεχείς
έρευνες, όπως αυτές οι οποίες θα διεξαχθούν τώρα, προκειμένου να μπορέσουμε να
κάνουμε τις απαιτούμενες συγκρίσεις και να λάβουμε υπόψη και άλλες
επιβαρυντικές για την υγεία παραμέτρους».
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ