Το τέλος του παραδοσιακού Τύπου και η ανατολή της νέας δημοσιογραφίας


Οι γερμανικοί Financial Times κυκλοφόρησαν χθες για τελευταία φορά στα περίπτερα και η Frankfurter Rundschau δεν τα πηγαίνει καλά.
Πίσω από αυτό, υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο από το Διαδίκτυο, γράφει στο Der Spiegel ο γκουρού των μέσων μαζικής ενημέρωσης Sascha Lobo: οι ειδήσεις γίνονται ολοένα και πιο άμεσες. Η έννοια ενός ολοκληρωμένου, πλήρους άρθρου είναι ξεπερασμένη.
Ο θάνατος των έντυπων μέσων ενημέρωσης στη Γερμανία φαίνεται να έχει αρχίσει και προφανώς η περιοχή των θυμάτων ποικίλει: από τα αριστερά (Frankfurter Rundschau) προς το κέντρο (Financial Times Deutschland) – από τα υψηλότερα κλιμάκια, όπως το επιχειρηματικό περιοδικό Impulse, ως τα χαμηλότερα όπως το lifestyle περιοδικό Prince, το οποίο θα πωλείται αποκλειστικά online από τον Ιανουάριο του 2013.
Η συζήτηση σχετικά με τα αίτια, καθώς και τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν, είναι έντονη και επαναφέρει στο επίκεντρο την διεθνή κρίση του Τύπου. Συχνά έχει να κάνει με τα επιχειρηματικά μοντέλα, τις εφημερίδες και φυσικά το Διαδίκτυο.
Παραβλέπετε όμως  το πώς η έννοια των ειδήσεων έχει αλλάξει, είτε είναι τυπωμένη είτε εικονοποιημένη, κι αυτό αποτελεί μια εξέλιξη μεγαλύτερη ίσως και από το Διαδίκτυο. Το ελληνικό «τα πάντα ρεί» δεν πρέπει να εκληφθεί σα μια δήλωση, αλλά ως ένα εγερτήριο σάλπισμα.
Οι γραπτές ειδήσεις, είτε σε έντυπη μορφή, είτε μέσω του Διαδικτύου, έρχονται με τη μορφή του άρθρου, που είναι ο συνήθης τρόπος με τον οποίο καταναλώνονται. Ίσως, όμως, αυτό να αλλάξει. Ίσως δεν είναι η έντυπη εφημερίδα, αλλά η στατική κάλυψη και η έννοια ενός ολοκληρωμένου ειδησεογραφικού άρθρου που βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης.

Ο υπέροχος κόσμος των ειδήσεων

Ένα ειδησεογραφικό άρθρο, ανεξάρτητα από το μέσο, ​​δεν είναι πλέον αρκετό για να περιγράψει τον κόσμο. Το τέλος του ειδησεογραφικού στιγμιότυπου επίκειται και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που έχουν ειδικευτεί σε στιγμιότυπα, τόσο online όσο και offline, θα υποφέρουν από την εξαφάνισή του. Όταν ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα κάνει tweet για να πει ότι έχει κερδίσει τις εκλογές, κάνει το αμιγώς τεκμηριωμένο ρεπορτάζ να μοιάζει λίγο πενιχρό.
Αυτό αλλάζει πλήρως τον ρόλο των εφημερίδων. Είναι δύσκολο να πουμε εάν οι εφημερίδες θα τα καταφέρουν μέρα με τη μέρα. Εξαρτάται λιγότερο από τη φύση του χαρτιού και περισσότερο από το γεγονός ότι μεγάλα τμήματα του μηχανισμού των ημερησίων εφημερίδων ειδικεύονται στη σύλληψη απλώς δημοσιογραφικών στιγμιότυπων – ειδήσεων. “Φέρε μου την είδηση” λέει ο αρχισυντάκτης στον συντάκτη , αλλά στο μεταξύ το διαδίκτυο και τα  social media βοούν από αυτήν.
Για παράδειγμα, ότι την είδηση θανάτου του Μπιν Λάντεν στο Πακιστάν πρώτος την μετέδωσε μέσω του Twitter ένας πολίτης, ενώ σημαντική ήταν η συνεισφορά των νέων ψηφιακών μέσων στην μεγάλη φυσική καταστροφή της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία (σεισμός-τσουνάμι-πυρηνικό ατύχημα), όταν οι πληροφορίες και οι αναφορές των πολιτών έδωσαν μια πληρέστερη εικόνα για τα συμβάντα σε πραγματικό χρόνο.
Είναι συναρπαστικό λοιπόν  το ερώτημα του τι θα προκαλέσει η αμείλικτη πίεση της ροής ειδήσεων στο Διαδίκτυο.  Όπου οι ειδήσεις παρουσιάζονται πλέον ζωντανά και η κλασική μορφή του άρθρου περνά στην ανυπαρξία. Μην λοιπόν πυροβολείτε τον ρεπόρτερ. Αυτή ίσως να είναι η τελευταία δουλειά του.

Τα ΜΜΕ στην εποχή της μεταβιομηχανικής δημοσιογραφίας

Η επί παντός του επιστητού αρθρογραφία των ιστολογίων (blogging), η συμμετοχική παραγωγή ειδήσεων από ένα πλήθος εθελοντών (crowdsourcing), η δημιουργία άρθρων απευθείας από τους ίδιους τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (computer-generated news) και πολλές άλλες καινοτομίες που προωθούν τα νέα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, μεταβάλλουν συνεχώς το παραδοσιακό δημοσιογραφικό τοπίο.
Όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους επαγγελματίες δημοσιογράφους, ιδίως όσον αφορά την αναζήτηση και την αξιολόγηση των σημαντικότερων ειδήσεων. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα μιας νέας μεγάλης μελέτης που έδωσε στη δημοσιότητα το Κέντρο Tow για την Ψηφιακή Δημοσιογραφία του πανεπιστημίου Κολούμπια των ΗΠΑ, με τίτλο «Μετα-Βιομηχανική Δημοσιογραφία».

Η έκθεση επισημαίνει ότι η τεχνολογία έχει οδηγήσει σε μια πραγματική έκρηξη των διαθέσιμων πληροφοριών, κάτι που έχει συνέπειες (οικονομικές και άλλες), τόσο αρνητικές όσο και θετικές, για τη δημοσιογραφία. Όμως, όπως υπογραμμίζει, θα υπάρχουν πάντα δημοσιογραφικά πεδία, ιδίως στον τομέα του ρεπορτάζ, όπου οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι θα είναι αδύνατο να αντικατασταθούν από ερασιτέχνες ή από τις μηχανές.
Οι συγγραφείς της έκθεσης θεωρούν ότι «δεν υπάρχει περίπτωση να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η μορφή της δημοσιογραφίας, όπως έχει εξασκηθεί κατά τα τελευταία 50 χρόνια». Παράλληλα, όπως λένε, οι αλλαγές λόγω της τεχνολογίας έχουν οδηγήσει σε πτώση της ποιότητας των ειδήσεων, τουλάχιστον στις ΗΠΑ. Εκτιμούν μάλιστα ότι στο μέλλον τα πράγματα θα χειροτερεύσουν κι άλλο, προτού βελτιωθούν.
Εν κατακλείδι, η έκθεση εκτιμά ότι επειδή οι αναγνώστες χρησιμοποιούν πλέον μια ποικιλία πηγών ενημέρωσης, οι περισσότεροι δημοσιογραφικοί οργανισμοί θα πρέπει να αποδεχτούν την αναγκαιότητα να εστιαστούν σε μερικούς μόνο τομείς, καθώς θα είναι δύσκολο έως αδύνατο στο μέλλον να ικανοποιήσουν όλες τις ενημερωτικές ανάγκες του κοινού τους.

Δεν φταίνε μόνο οι εκδότες και η «διαπλοκή»

Αυτά που συμβαίνουν στην Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο συμβαίνουν εδώ και πολύ καιρό κι εδώ, με την επιβαρυντική επιρροή της γνωστής διαπλοκής που ελέγχει τον Τύπο και τα ΜΜΕ. Δε έχουν καταλάβει ακόμα ότι το τέλος των παραδοσιακών εκδοτών έφτασε. Οι παλαιοί εκδότες φεύγουν και αναζητούν ποιο από τα «παιδιά» τους θα αφήσουν στο πόδι τους. Ποια θα είναι η νέα εποχή που ξεκινάει; Με ποια υλικά θα κτιστεί ο «νέος Τύπος»; Πριν από λίγες δεκαετίες , οι εφημερίδες κρατούσαν αδιαμφισβήτητα τα σκήπτρα της ενημέρωσης. Σήμερα μετατράπηκαν στον «μεγάλο ασθενή» των μέσων ενημέρωσης. Ισχυροί «τίτλοι» πέφτουν σταθερά, τα 2.000.000 φύλλα που πουλούσε τη δεκαετία του 80 ο ελληνικός Τύπος είναι πλέον μια ονείρωξη για τους εκδότες. Οι παραδοσιακοί εκδότες φεύγουν ένας – ένας. Ο κύκλος της μεταπολίτευσης κλείνει και στον Τύπο.
Αποτελεί κοινό τόπο η εκτίμηση ότι η κατακόρυφη πτώση της κυκλοφορίας των εφημερίδων οφείλεται στην εξάρτησή τους από την οικονομική διαπλοκή και τα πολιτικά συμφέροντα. Λες και οι διευθυντάδες που έχουν στις εφημερίδες, οι αρχισυντάκτες, οι επικεφαλείς των ρεπορτάζ και οι δημοσιογράφοι, ανθίστανται καθημερινά και σηκώνουν οδοφράγματα εναντίον της διαπλοκής.
Η αλήθεια είναι βέβαια εντελώς διαφορετική και η ευθύνη για την κατάντια του Τύπου επιμερίζεται σε όλους. Η αντιμετώπιση του Τύπου ως είδους προς κατανάλωση, οι προσφορές, τα dvd και το life style υποβάθμισαν απελπιστικά τη δημοσιογραφία. Διαμορφώθηκε έτσι τις τελευταίες δεκαετίες μια άλλου είδους δημοσιογραφία, πιο ελαφριά, πιο εύπεπτη και ευπαρουσίαστη. Θέλουν «δημοσιογράφους», κύριο προσόν των οποίων δεν είναι η μόρφωση ούτε η ικανότητα να σταθούν στο ρεπορτάζ. Αλλά η ευλυγισία της μέσης και το «savoir vivre» στα πολιτικοεπιχειρηματικά σαλόνια. Θέλουν κομψευόμενες μετριότητες και όχι μάχιμους δημοσιογράφους. Και βεβαίως είναι πιο εύκολο για τη νέα δημοσιογραφική τάξη να βρίζει και να φωνάζει από τα παράθυρα από το να γράφει και να τρέχει για ρεπορτάζ. Έτσι άνθρωποι που δεν έχουν τελειώσει το γυμνάσιο είναι σήμερα αστέρες του τηλεοπτικού στερεώματος. Τι να την κάνουν την μόρφωση; Αρκεί η γελοιότητα.

Κατώτεροι των περιστάσεων

Κάποτε για να γίνει κανείς διευθυντής εφημερίδας, έπρεπε να είχε ικανότητες περίπου …πρωθυπουργού. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να αντισταθεί στις διάφορες πιέσεις. Σήμερα, πρώην υπάλληλοι κομματικών γραφείων διευθύνουν εφημερίδες. Πρώην «υλατζήδες» και γραφίστες παριστάνουν τους «διευθυντές» εφημερίδων. Επειδή αυτό που έχει σημασία είναι η εικόνα και όχι το κείμενο, όπως ακριβώς στην τηλεόραση. Αλλά η εφημερίδα δεν είναι τηλεόραση.
Από τη δεκαετία του 90 και δώθε κυριάρχησε στον ελληνικό Τύπο μια «απολιτίκ» γενιά δημοσιογράφων, που ανδρώθηκε στην περίοδο του ΠΑΣΟΚικού «εκσυγχρονισμού» και ταυτίστηκε μαζί του ιδεολογικά και οικονομικά. Ανεξαρτήτως του εάν αυτοπαρουσιάζονται ως «αριστερούληδες εκσυγχρονιστές» ή «δεξιούληδες εκσυγχρονιστές», υπηρέτησαν πιστά το ονομαζόμενο «σύστημα ΠΑΣΟΚ» και δεν βρήκαν ούτε λέξη να γράψουν εναντίον της «διαπλοκής». Ανταμείφθηκαν έτσι κατάλληλα και από την προηγούμενη και από τη σημερινή κυβέρνηση.
Όπως μου έλεγε κάποτε ένας πολύ γνωστός μεγαλοεπιχειρηματίας που δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας «για να πιάσει στην Ελλάδα μια εφημερίδα πρέπει να είναι και λίγο αριστερή» και ο ίδιος ελέγετο ότι χρηματοδοτούσε και στήριζε την πιο αντιπροσωπευτική από αυτό το είδος εφημερίδας. Ποια ήταν; Δεν θα σας το πω, αλλά  τι κάνει νιάου – νιάου στα κεραμίδια; Σήμερα όμως αυτή η εφημερίδα έκλεισε και το μοντέλο της χρεοκόπησε κάτω από την επέλαση του Διαδικτύου. όταν διαβάζει κανείς την αυθεντική γνώμη του αυθεντικού πολίτη, τι να τον κάνει τον διαμεσολαβητή;
Τελειώσατε κύριοι.

Πηγή www.antinews.gr