Επιχειρηματικές ομιλίες για ελιές και λάδι σε έκθεση στον Πειραιά
Στο πλαίσιο της έκθεσης «ελιά και
λάδι» στο Δήμο Πειραιά, που οργανώνεται με πρωτοβουλία του δημάρχου της πόλης
Βασίλη Μιχαλολιάκου, οι ενημερωτικές ομιλίες επικεντρώθηκαν στην ενίσχυση των
εξαγωγών ελιάς και ελαιολάδου και την ανάδειξη των ποιοτικών χαρακτηριστικών
που παράγουμε.
Προσκεκλημένοι ήταν ο Νίκος
Μανεσιώτης, οικονομικός επόπτης του ΕΒΕΠ, ο Γρηγόρης Βάρας, δασολόγος,
επίκουρος Καθηγητής ΤΕΙ Ηπείρου, ο Βαρθολομαίος Σειραδάκης, αναπληρωτής γενικός
διευθυντής Συνεταιρισμού Παραγωγών Ελαιοκομικών Προϊόντων, καθώς και η Ρένα Βασιλάκη,
περιφερειακή σύμβουλος και εκπρόσωπος του Συνδέσμου Γυναικών Κρήτης και Νήσων
Αιγαίου. Επίσης, παραβρέθηκε ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Παναγιώτης
Κουβάτσος.
Ο Νίκος Μανεσιώτης, μεταξύ άλλων,
τόνισε: «Το λάδι είναι ευλογία και όμως αδικείται στη χώρα μας. Η Εθνική
Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου έχει προτείνει δύο βασικούς τρόπους για να
μπορέσει να ενισχυθεί το εμπόριο αλλά και η εξαγωγή της ελιάς και του λαδιού. Ο
πρώτος βασικός άξονας είναι στο να μπορέσουνε να πάρουν χρηματοδότηση οι επιχειρήσεις
εξαγωγής λαδιού από τις τράπεζες με ένα επιτόκιο το οποίο θα επιδοτείται κατά
70% από το κράτος, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν σιγά - σιγά τις
εξαγωγές τους, να αναπτυχθούν οι ίδιες σαν εταιρείες και φυσικά να εισρεύσει
συνάλλαγμα στη χώρα. Ο δεύτερος τρόπος είναι όταν πέφτει η τιμή του λαδιού κάτω
του κόστους να μπορεί ο παραγωγός να το καταθέτει, εφόσον υπάρχει ένας
αξιόπιστος συνεταιρισμός στην περιοχή του, και να παίρνει ένα δελτίο
παρακαταθήκης και με αυτό να μπορεί να εισπράττει 70% της αξίας του, ώστε να
μην αναγκάζεται να το πουλήσει άμεσα. Επίσης οι πολλές μικρές επιχειρήσεις θα
πρέπει να συνεταιριστούν για να αποκτήσουν δύναμη και να μπορούν να
διαπραγματεύονται και καλύτερες τιμές και να τους επιτρέψει το μέγεθος τους να
έχουν βιωσιμότητα».
Ο Γρηγόρης Βάρας, στην ομιλία του,
αναφέρθηκε στα εργαλεία που πρέπει να αναπτυχθούν για την προώθηση του λαδιού: «Χρειαζόμαστε
κάποια εργαλεία δουλειάς για να αναδεικνύουμε και να αποδεικνύουμε τα ποιοτικά
χαρακτηριστικά των προϊόντων που παράγουμε. Π.χ., έχουμε δημιουργήσει μια
πλατφόρμα που μπορεί κανείς να τοποθετεί το barcode του κάθε προϊόντος. Να
μπορεί να γνωρίζει κάποιος όλες τις διατροφικές αξίες που θα πάρει από το κάθε
προϊόν: τι λιπάσματα πήρε, πότε έγιναν οι λιπάνσεις, πότε έγιναν τα κλαδέματα,
σε ποια περιοχή βρίσκεται το χωράφι, αν ποτίζεται κ.λ.π. και όλα αυτά με
γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών. Στο ΤΕΙ Ηπείρου αναπτύξαμε ένα ηλεκτρονικό
φάκελο καλλιέργειας ( κλιματικά δεδομένα, στοιχεία επεξεργασίας του εδάφους,
κά.) Το θέμα είναι να προσδώσουμε ταυτότητα στο προϊόν μας. Ένα άλλο παράδειγμα
προώθησης της ποιοτικής παραγωγής αποτελεί ένα χωριό στην Πελοπόννησο που έχει
320 κατοίκους με 40% αγρότες κάτω των 45 ετών που προχώρησε στην πιστοποίηση
της ποιότητας του λαδιού και δημιούργησε προστατευόμενη ένδειξη ΛΑΚΩΝΙΑ και
πουλώντας τα 750
γραμμάρια 8 ευρώ και πετυχαίνοντας σταθερή διανομή.
Αυτοί οι αγρότες δεν έχουν ανάγκη τις επιδοτήσεις, οι οποίες εξάλλου θα
σταματήσουν το 2013».
Ο Βαρθολομαίος Σειραδάκης, ανάμεσα
στα άλλα, είπε στην ομιλία του: «Έχουμε ένα εθνικό προϊόν και δεν κάνουμε
απολύτως τίποτα για να το αναδείξουμε. Έχουμε έλλειμμα εθνικής στρατηγικής. Τι
έχουν κάνει οι Ισπανοί οι οποίοι είναι πρώτοι στην εμπορία ελαιολάδου; Πριν από
25 χρόνια συνεδρίασαν μια μέρα με όλους τους αρμόδιους φορείς και κατέληξαν σε
κάποιες αποφάσεις. Συγχώνευσαν τις συνεταιριστικές οργανώσεις και δημιούργησαν
3 μεγάλες συνεταιριστικές εταιρείες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συγχωνευτούν
σε 3 οι ιδιωτικές εταιρείες. Αυτές οι 6 εταιρείες κυριαρχούν παγκοσμίως. Θα
έπρεπε και εμείς κάποια στιγμή να κάνουμε το ίδιο. Οι Ισπανοί το 2012 θεώρησαν
ότι θα έπρεπε να πάνε ένα βήμα παραπέρα. Έτσι συγχώνευσαν την κορυφαία
συνεταιριστική με την κορυφαία ιδιωτική εταιρεία και έχουν φτιάξει ένα
παγκόσμιο κολοσσό. Εμείς τι έχουμε να αντιπαραθέσουμε απέναντι τους; Έχουμε 700
τυποποιητές με πάνω από 900 επωνυμίες. Δεν έχουμε επομένως, με αυτά τα
δεδομένα, καμία τύχη. Η εθνική παραγωγή κυμαίνεται από 280.000 έως 320.000
τόνους. Αντίστοιχα η παραγωγή της Ιταλίας είναι από 550.000 έως 650.000 τόνους
και της Ισπανίας φτάνει το 1.500.000 τόνους. Φέτος έχει μία πτώση γύρω στους
600.000 τόνους, αλλά κάποιοι κατάφεραν να το βελτιώσουν με την άρση των
τελωνειακών δασμών του Μαρόκου, οπότε οι Ισπανοί παίρνουν 300.000 τόνους λάδι
από το Μαρόκο. Υπάρχει προσπάθεια να γίνει άρση των τελωνειακών δασμών και για
την Τουρκία. Αν γίνει θα είναι το Βατερλώ της ελληνικής αγροτικής παραγωγής.
Γιατί η παραγωγή της Τουρκίας αυξάνεται ραγδαία κάθε χρόνο. Μπορεί να είναι
τέταρτη, πίσω από την Ελλάδα, αλλά είναι πιο μπροστά στις εξαγωγές. Έχουν και
μικρότερα κόστη, όπως και φιλικές χώρες προώθησης του λαδιού».
Η Ρένα Βασιλάκη ξεκίνησε την ομιλία
της με μια μαντινάδα και τόνισε: «Άμα έχω εγώ στο σπίτι μου κρασί, ψωμί
και λάδι, ρήγας με τη γυναίκα μου κοιμάμαι κάθε βράδυ"... Η λαϊκή σοφία, η
ελληνική ψυχή και η παράδοση αποτυπώνονται με τον ιδανικότερο τρόπο σε αυτή τη
μαντινάδα. Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο
μετά την Ισπανία και την Ιταλία. Με κριτήριο την ποιότητα όμως η Ελλάδα
κατατάσσεται πρώτη στον κόσμο, καθώς πάνω από το 70% της παραγωγής είναι
παρθένο ελαιόλαδο, έναντι του 50% παραγωγής της Ιταλίας και 40% της Ισπανίας.
Στην Ελλάδα σχεδόν το 60% του καλλιεργούμενου εδάφους της είναι ελαιώνες. Ενώ
είναι η χώρα με τις περισσότερες ποικιλίες ελιάς. Παγκοσμίως η Ελλάδα είναι
πρώτη στην παραγωγή μαύρων ελιών. Στο έδαφος της καλλιεργούνται περισσότερο από
190 εκατομμύρια ελαιόδεντρα. Οι πιο σημαντικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές στην
Ελλάδα είναι η Πελοπόννησος, η οποία παράγει το 65% της συνολικής παραγωγής. Η
Κρήτη είναι η δεύτερη περιφέρεια σε αριθμό ελαιόδεντρων και η καλλιέργεια τους
απασχολεί σχεδόν το σύνολο των αγροτικών οικογενειών. Ακολουθούν τα νησιά μας
όπως η Λέσβος, η Σάμος κ.λπ. Υπάρχουν επίσης 2.500 ελαιοτριβεία, 300
τυποποιητικές επιχειρήσεις, 80 εργοστάσια επεξεργασίας επιτραπέζιας ελιάς που
απασχολούν χιλιάδες εργάτες. Όλα αυτά συντελούν ώστε ο τομέας της ελαιοκομίας
να συμμετέχει ετησίως κατά 2% στα συνολικά εθνικά έσοδα και κατά 15% στο
αγροτικό εθνικό εισόδημα. Η αγορά του ελαιόλαδου, που δημιουργώντας εισοδήματα
που πλησιάζουν σε ετήσια βάση το 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ και συναλλαγματικές
εισροές που πλησιάζουν τα 300 εκατομμύρια ευρώ, έχει μεγάλη σημασία για την
εθνική μας οικονομία. Μέγιστο πρόβλημα αποτελεί όμως η εξαγωγή σε χύμα μορφή, η
οποία δεν επιτρέπει να αυξηθεί η απασχόληση στον τομέα της τυποποίησης, να
αναπτυχθούν ασφαλείς δεσμοί με τα δίκτυα διανομής στις μη ελαιοπαραγωγούς
χώρες, να αναδειχθούν στη συνείδηση εμπόρων και καταναλωτών τα ποιοτικά πλεονεκτήματα
του ελληνικού ελαιόλαδου».
Πηγή: Aftodioikisi.gr
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ