Νέο όπλο κατά της φοροδιαφυγής η χρήση πιστωτικής κάρτας
Τέλος στο ρευστό σε
όλες τις συναλλαγές και υιοθέτηση μόνο πλαστικού χρήματος σχεδιάζει να βάλει το
υπουργείο Οικονομικών στην προσπάθειά του να περιορίσει τη φοροδιαφυγή και να
εντοπίσει το «μαύρο» χρήμα που κινείται στην αγορά.
Στο πλαίσιο αυτό
στήνει «ηλεκτρονικό μπλόκο» για το ΦΠΑ και εξετάζει την καθιέρωση υποχρεωτικών
μέτρων, όπως η μείωση του επιτρεπτού ορίου συναλλαγών με μετρητά από 1.500 ευρώ
σε 300 ευρώ.
Τα στελέχη του
υπουργείου Οικονομικών πιστεύουν ότι η επικράτηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών
σε όλο το φάσμα της οικονομικής ζωής θα επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στη
φοροδιαφυγή, καθώς θα καταγράφονται αυτόματα τα έσοδα των επιχειρήσεων και θα
βεβαιώνονται οι αναλογούντες φόροι, όπως ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας από τη
στιγμή που όλες οι συναλλαγές θα διενεργούνται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και
με τη μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος.
Για να γίνει μάλιστα
ευρέως αποδεκτό το νέο σχέδιο, μελετάται να δοθεί ισχυρό κίνητρο σε όλους τους
πολίτες, ούτως ώστε να πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους μόνο με χρεωστικές ή
πιστωτικές κάρτες.
Μείωση έως 3%
Συγκεκριμένα, ένα από
τα σενάρια που εξετάζουν τα στελέχη του υπουργείου προβλέπει ότι όσοι
χρησιμοποιούν πλαστικό χρήμα στις συναλλαγές τους θα έχουν έκπτωση από το φόρο
εισοδήματος ίση με το 3% της δαπάνης.
Θα πρέπει μάλιστα να
αναφερθεί ότι στο τραπέζι των συζητήσεων, που διεξάγονται στο υπουργείο,
υπάρχει και «ισχυρότερη» πρόταση για μείωση του ΦΠΑ κατά 1 έως 2 ποσοστιαίες
μονάδες για όσους χρησιμοποιούν πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες για συναλλαγές
κυρίως κάτω των 300 ευρώ.
Και επιστροφή
χρημάτων
Οι παράγοντες του
υπουργείου, οι οποίοι επιθυμούν να μπει τέλος στις συναλλαγές με ρευστό, έχουν
στη «φαρέτρα» τους και εναλλακτικό σχέδιο, που προβλέπει επιστροφή χρημάτων 1%
για κάθε συναλλαγή η οποία θα γίνεται με πλαστικό χρήμα, με παράλληλη άμεση
απόδοση του ΦΠΑ στο Δημόσιο από τις τράπεζες που μεσολαβούν για την ολοκλήρωση
της συναλλαγής.
Αυτό σε επίπεδο
κόστους σημαίνει ότι το Δημόσιο χάνει περίπου 55-60 εκατ. ευρώ δεδομένου ότι
στην Ελλάδα πραγματοποιούνται κάθε χρόνο αγορές ύψους 5,5-6 δισ. ευρώ μέσω
πιστωτικών καρτών.
Από την άλλη πλευρά,
όμως, σε επίπεδο οφέλους, κερδίζει την άμεση είσπραξη του ΦΠΑ, αφού δεν υπάρχει
πλέον δυνατότητα διαφυγής.
Οι καταναλωτές, από
την πλευρά τους, θα κερδίζουν επιστροφή 1 ευρώ για κάθε 100 ευρώ συναλλαγής,
μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιούν τις πιστωτικές ή τις χρεωστικές τους κάρτες.
Ο ρόλος της τράπεζας
Αξίζει να σημειωθεί
ότι το ανωτέρω μέτρο, που έχει εισηγηθεί στο υπουργείο Οικονομικών η ομάδα
Ράιχενμπαχ, προβλέπει ότι κάθε φορά όπου θα γίνεται συναλλαγή με πλαστικό
χρήμα, η τράπεζα που μεσολαβεί, πριν αποδώσει τα χρήματα στην επιχείρηση, θα
παρακρατά και θα αποδίδει αμέσως το ΦΠΑ στο Δημόσιο.
Θα πρέπει μάλιστα να
αναφερθεί ότι η τράπεζα θα επιφορτιστεί και με το συμψηφισμό των επιστροφών 1%
σε βάρος του Δημοσίου, από τα ποσά φυσικά του αποδιδόμενου ΦΠΑ, προκειμένου οι
επιχειρήσεις να έχουν τη δυνατότητα αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής
να επιστρέφουν το κεφάλαιο στους πελάτες τους.
Αξίζει μάλιστα να
σημειωθεί ότι όποια από τις ανωτέρω δύο προτάσεις επιλεγεί για να εμπλουτίσει
το «οπλοστάσιο» κατά της φοροδιαφυγής, μελετάται όπως ισχύσει και για τη χρήση
της φοροκάρτας, η οποία έχει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, πέσει στα... αζήτητα,
πιστοποιώντας για μια ακόμη φορά ότι το «κίνημα» των αποδείξεων έχει ατονήσει.
Δαπάνες και
αποδείξεις
Για το λόγο, εξάλλου,
αυτό μελετάται όπως από το 2013 οι δαπάνες με αποδείξεις που αναγνωρίζονται από
την εφορία, εκτός δηλαδή απ' αυτές που αφορούν σε λογαριασμούς ΔΕΚΟ,
τηλεφωνίας, μεταφορών, καθώς και αυτές που αποτελούν τεκμήριο (π.χ. δίδακτρα
ιδιωτικών σχολείων) ή οδηγούν σε απευθείας μείωση φόρου (π.χ. ιατρικά έξοδα),
συνδεθούν με ένα φορολογικό κίνητρο όπως το να μη «χτίζουν» στο εξής το
αφορολόγητο όριο, αλλά να αφαιρούνται στο σύνολό τους από το εισόδημα.
Σε κάθε περίπτωση,
βασική επιδίωξη του υπουργείου Οικονομικών στην αγωνιώδη του προσπάθεια να
«τονώσει» τα έσοδα και να κλείσει τις «μαύρες τρύπες» του προϋπολογισμού είναι
όπως από το επόμενο έτος εντοπιστούν αδήλωτα εισοδήματα, αλλά και να
διαπιστώνεται εάν το συνολικό ύψος των δηλωθέντων εισοδημάτων και εσόδων κάθε
φορολογούμενου είναι τέτοιο που να δικαιολογεί τις αποταμιεύσεις του, τις
δαπάνες απόκτησης των περιουσιακών τους στοιχείων και το επίπεδο διαβίωσής του.
Πηγή naftemporiki.gr
ΓΡΑΨΤΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ